Η ΒΕΝΕΤΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

13ος αιώνας

Ο 13ος αιώνας υπήρξε μια πολύ σημαντική περίοδος τόσο για την Ευρώπη γενικότερα όσο και για την ανατολική Μεσόγειο, και ακόμη πιο ειδικά για τον ελληνικό χώρο. Ο αιώνας ξεκίνησε με ένα εμβληματικό γεγονός για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία: την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Σταυροφόρους την Άνοιξη του 1204. Εκτός από την προσωρινή κατάλυση της Αυτοκρατορίας και την εγκαθίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, στην ελληνική χερσόνησο, το Αιγαίο και Ιόνιο πέλαγος εγκαταστάθηκαν φράγκοι και ιταλοί κυρίαρχοι, οι οποίοι εγκαθίδρυσαν άλλοι βραχύβιες και άλλοι μακρόβιες ηγεμονίες. Το πολιτικό περιβάλλον στον ευρύτερο ελληνικό χώρο άλλαξε καθοριστικά, σημαδεύοντας ανεξίτηλα κάποιες συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες.

Η «Διανομή των εδαφών της Ρωμανίας» (Partitio terrarium imperii Romaniae), η οποία υπογράφηκε τον Μάρτιο του 1204, έθεσε τις βάσεις για την κατάκτηση του χώρου, κυρίως όμως καθόρισε τις ισορροπίες μεταξύ όλων όσων είχαν συμμετάσχει στην Δ΄ σταυροφορία. Έτσι, διαχώρισε από τη μια τους Φράγκους σταυροφόρους και από την άλλη τη Βενετία, και προσδιόρισε τα μερίδιά τους από τη «λεία». Η εικόνα που παρέχει η Διανομή δεν είναι ακριβώς ίδια με την εικόνα των λατινικών κυριαρχιών στον ελληνικό χώρο, όπως τελικά αποκρυσταλλώθηκαν μερικές δεκαετίες αργότερα. Αλλαγές στα πρόσωπα και τις περιοχές που τους αναλογούσαν είχαν επέλθει ήδη από την έναρξη της κατάκτησης του χώρου μετά από συμφωνίες των ίδιων των σταυροφόρων. Στη διάρκεια του 13ου αι. ο αγώνας για την κατάκτηση και την κυριαρχία στον χώρο, καθώς και για τη διατήρηση των πολιτικών ισορροπιών και των σχέσεων υποτέλειας μεταξύ των κατά τόπους λατίνων ηγεμόνων ήταν σκληρός. Πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές αδυναμίες οδήγησαν πολλά από τα λατινικά, και κυρίως φραγκικά κράτη στην εξαφάνισή τους ήδη κατά τον 13ο αιώνα, ενώ σημαντικό ρόλο στην αλλαγή του τοπίου της λατινικής κυριαρχίας έπαιξε αναμφισβήτητα η δημιουργία του κράτους της Ηπείρου και της αυτοκρατορίας της Νίκαιας μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204, καθώς και η ανακατάληψη της πρωτεύουσας το 1261 από το Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο.

Την άλωση της Κωνσταντινούπολης (13 Απριλίου 1204) ακολούθησε η ανακήρυξη του λατίνου αυτοκράτορα (εκλογή: 9 Μαΐου, στέψη: 16 Μαΐου), η επικύρωση της Διανομής (Αύγουστος) και η επίσημη παραχώρηση των εδαφών της Ρωμανίας στους δικαιούχους (Σεπτέμβριος). Ο στρατός των σταυροφόρων διασπασμένος σε επιμέρους τμήματα και με αρχηγούς σε καθένα από αυτά τους διεκδικητές ηγεμονιών ξεχύθηκε στην ελληνική χερσόνησο για να καταλάβει όσα του αναλογούσαν. Το χάος που είχε επικρατήσει μετά την κατάρρευση της πρωτεύουσας και της κεντρικής εξουσίας αποδυνάμωσε πλήρως, εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων, την αντίσταση του πληθυσμού απέναντι στο σταυροφορικό στρατό. Έτσι, μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια όλοι οι διεκδικητές είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος από τη γη τους και είχαν εγκατασταθεί εκεί ως ηγεμόνες άλλοτε μικρότερων και άλλοτε μεγαλύτερων κρατιδίων.

Οι μορφές αντίστασης του πληθυσμού ποίκιλαν τόσο κατά τη διάρκεια των κατακτητικών επιχειρήσεων, όσο και στη συνέχεια μετά την κατάκτηση και την ίδρυση των λατινικών ηγεμονιών. Ποίκιλαν επίσης ανάλογα με τον κατακτητή και τον τρόπο που τους αντιμετώπισε, ή ακόμη ανάλογα με τις τοπικές πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Σαφής διαφορά στον τρόπο κατάκτησης παρατηρείται ανάμεσα στους δύο κύριους πόλους της λατινικής κυριαρχίας στον ελληνικό χώρο, τους Φράγκους δηλαδή σταυροφόρους και τη Βενετία. Οι πρώτοι ως κατακτητικός στρατός διεκδίκησε και κατέλαβε με τα όπλα τις, σχεδόν άγνωστες γι’ αυτούς, περιοχές που τους είχαν «τύχει», ενώ η δεύτερη με πολιτικό σχεδιασμό απέκτησε, ύστερα από έξυπνες συμφωνίες, το δικαίωμα κατάκτησης των σημείων ακριβώς που την ενδιέφεραν, αντιμετωπίζοντας μάλιστα το χώρο και τους κατοίκους του με την απαιτούμενη σοβαρότητα για μια μακροχρόνια και επιτυχημένη κυριαρχία.

Στην ίδια ακριβώς διαφορά οφείλεται από την άλλη και η αντιμετώπιση του ντόπιου πληθυσμού από τους νέους κυρίαρχους. Οι φράγκοι ηγεμόνες δεν προσπάθησαν να θίξουν σημαντικά τη θέση τόσο του απλού πληθυσμού όσο και των τοπικών «αρχόντων» και της Εκκλησίας, αντιλαμβανόμενοι την αριθμητική τους κατωτερότητα και θέλοντας να αποφύγουν μεγάλες αντιδράσεις. Αντίθετα, η Βενετία προσπάθησε αρχικά, και κυρίως στην Κρήτη, να διαχωρίσει και να απομονώσει τον ντόπιο πληθυσμό μαζί με την άρχουσα τάξη του και την Εκκλησία, προωθώντας τους δικούς της ανθρώπους τόσο στην εξουσία όσο και στην ανώτερη κοινωνική τάξη των γαιοκτημόνων, και αντικαθιστώντας την ορθόδοξη με τη λατινική Εκκλησία. Η μερική επιτυχία ενός τέτοιου σχεδίου στην Κρήτη κατά τη διάρκεια του 13ου αι., εξαιτίας της δυναμικής αντίδρασης των ντόπιων γαιοκτημόνων, έδωσε την ευκαιρία στη Βενετία να αποφύγει ανάλογα λάθη κατά την οργάνωση των μελλοντικών της αποικιών. Ωστόσο η διπλωματικότητά της και η στέρεη και ξεκάθαρη πολιτική της στο θέμα την οργάνωσης των αποικιών της, καθώς επίσης και ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος από την κεντρική εξουσία της μητρόπολης, ωφέλησε τόσο το ίδιο το βενετικό κράτος στο σύνολό του, όσο και κάθε αποικία ξεχωριστά. Οι βενετικές αποικίες στον ελληνικό χώρο όχι μόνο επιβίωσαν για πολλούς αιώνες, αλλά γνώρισαν και ιδιαίτερη οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη. Αντίθετα, όσα από τα φραγκικά κράτη κατάφεραν να επιβιώσουν αντιμετώπιζαν σοβαρά πολιτικά προβλήματα ήδη από τα μέσα του 13ου αι., γεγονός που τα ανάγκασε να στραφούν πολύ γρήγορα σε ισχυρούς επικυρίαρχους που θα τα στήριζαν. Σταδιακά και μέχρι τις αρχές του 15ου αι. τα φραγκικά κράτη του ελληνικού χώρου είχαν όλα εξαφανιστεί.

Η κυριαρχία των Λατίνων απλώθηκε σε ολόκληρη σχεδόν την ελληνική χερσόνησο, από τη Μακεδονία μέχρι την Κρήτη και από το βόρειο Ιόνιο μέχρι το νοτιοανατολικό Αιγαίο και την Κύπρο. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται εκπρόσωποι ενός πλήθους κρατών, πόλεων και περιοχών της κεντροδυτικής Ευρώπης, οι οποίοι κυρίαρχησαν μετά το 1204 για μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα σε κάποια περιοχή του ελληνικού χώρου. Πολύ σχηματικά οι περισσότεροι από αυτούς θα μπορούσαν να καταταχθούν σε δύο μεγάλες ομάδες, τους γαλλόφωνους (που προέρχονταν από περιοχές της σημερινής Γαλλίας, Γερμανίας, Λομβαρδίας και Φλάνδρας) και τους ιταλόφωνους (Βενετοί, Γενουάτες και οικογένειες από άλλες ιταλικές πόλεις), ενώ είναι απαραίτητο επίσης να διακριθούν όσοι αναδείχτηκαν ηγεμόνες κρατιδίων στο πλαίσιο της Δ΄ σταυροφορίας και της Διανομής των εδαφών της Ρωμανίας, και όσοι επωφελήθηκαν από τις συγκυρίες στην περιοχή κατά τα ταραγμένα χρόνια του 13ου και 14ου αι. και κατέλαβαν περιοχές. Στην ανάμειξη κατακτητών που δεν είχαν συμμετάσχει στην σταυροφορία, καθώς και στην ισχυροποίηση των ελληνικών κρατών που δημιουργήθηκαν μετά τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας (αυτοκρατορία Νίκαιας, κράτος Ηπείρου) οφείλονται εξάλλου και οι διαφορές που εμφανίζονται ανάμεσα στην εικόνα της λατινικής κυριαρχίας, όπως αυτή παρουσιάζεται στη Διανομή των εδαφών της Ρωμανίας και σε εκείνη που τελικά επικράτησε.

Ένα από τα σημαντικότερα μερίδια της Διανομής των εδαφών της Ρωμανίας ήταν εκείνο της Βενετίας, το οποίο απλωνόταν στις περιοχές της Αλβανίας, της δυτικής Ελλάδας από την Ήπειρο μέχρι την Αιτωλοακαρνανία (με φυσικό όριο την Πίνδο στα ανατολικά), σε τμήματα της δυτικής Πελοποννήσου, στα νησιά του Ιονίου και σε κάποια νησιά του Αιγαίου. Το κράτος όμως της Ηπείρου που δημιουργήθηκε σε μεγάλο τμήμα των περιοχών αυτών ακύρωσε την εγκατάσταση εκεί των Βενετών ή τους εκδίωξε όπου ήταν ήδη εγκατεστημένοι. Έτσι, το Δυρράχιο και η Κέρκυρα, η οποία είχε παραχωρηθεί από την ίδια τη Βενετία το 1207 σε δέκα ευγενείς πολίτες της, καταλήφθηκαν το 1215 από το Μιχαήλ Δούκα της Ηπείρου. Ωστόσο σημεία των δυτικών ακτών, καθώς και όλα τα νησιά του Ιονίου έμελλε να περιέλθουν πολύ αργότερα και σταδιακά στη Βενετία, και να αποτελέσουν σημαντικές και μακρόβιες αποικίες. Από τα τμήματα της Πελοποννήσου που της αναλογούσαν, ύστερα από συμφωνία με τον ηγεμόνα της Αχαΐας, η Βενετία, με τη γνωστή συνθήκη της Σαπιέντσας το 1209, πήρε τα σημαντικά λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης, και εξασφάλισε εμπορικά προνόμια σε άλλα λιμάνια και περιοχές της Πελοποννήσου. Και εδώ όμως, όπως και στο Ιόνιο, η Βενετία κατόρθωσε πολύ αργότερα να καταλάβει τρεις σημαντικές πελοποννησιακές πόλεις, το Άργος (1388), το Ναύπλιο (1389) και τη Μονεμβασιά (1460).

Η Αίγινα και η Σαλαμίνα που είχαν παραχωρηθεί στη Βενετία με τη Διανομή δεν περιήλθαν στα χέρια της, παρά πολύ αργότερα και μόνο η Αίγινα για λίγο. Αντίθετα, η Εύβοια και οι Κυκλάδες έγιναν αποικίες υπό την άμεση ή έμμεση εξάρτησή της. Μεταξύ των ετών 1207 και 1212 με εξουσιοδότηση της Βενετίας ο ευγενής Μάρκος Σανούδος μαζί με μέλη πολλών και σημαντικών βενετικών οικογενειών οργάνωσαν εκστρατεία και κατέλαβαν τις Κυκλάδες και άλλα νησιά του Αιγαίου. Η Εύβοια καταλήφθηκε το 1205 από το Βονιφάτιο το Μομφερατικό, ο οποίος την παραχώρησε στη συνέχεια σε τρεις ευγενείς από τη Βερόνα, τους λεγόμενους τριτημόριους (terzieri). Το νησί βρέθηκε πρώτα στην υποτέλεια της Βενετίας και πολύ αργότερα (1390) στην κατοχή της. Σημαντικό σημείο βενετικού ελέγχου αποτέλεσαν επίσης τα νησιά των Κυθήρων και των Αντικυθήρων, τα οποία είχαν περιέλθει στις αρχές του 13ου αι. στις οικογένειες των Βενιέρ και Βιάρο αντίστοιχα.

Στα τέλη, λοιπόν, του 13ου αι. οι Βενετοί κατείχαν την Κρήτη, τη Μεθώνη και την Κορώνη, ενώ έλεγχαν μέσω των βενετικών οικογενειών που κυριαρχούσαν εκεί το Δουκάτο του Αιγαίου (Νάξος, Πάρος, Αντίπαρος, Ίος, Κύθνος, Σίφνος και Μήλος), και τα νησιά Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, Σκύρο, Σκόπελο, Σκιάθο, Σέριφο, Κέα, Αμοργό, Σαντορίνη, Ανάφη, Κάρπαθο, Αστυπάλαια, Λήμνο, Κύθηρα και Αντικύθηρα. Με εξαίρεση την Κρήτη, επρόκειτο για λιμάνια με περιορισμένη ενδοχώρα ή μικρά νησιά, τα οποία όμως βρίσκονταν σε σημαντικά σημεία για τη διευκόλυνση του εμπορίου της. Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η σημαντική θέση της Βενετίας στην ίδια την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της λατινικής αυτοκρατορίας, αλλά και μετά την ανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, χάρη στις αποβάθρες και τους χώρους που διέθετε εκεί, αλλά κυρίως χάρη στα σημαντικά εμπορικά προνόμια που συνέχισε να απολαμβάνει μέχρι και το οριστικό τέλος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η βενετική παρουσία στον ελληνικό χώρο, η οποία είχε ξεκινήσει ήδη από το 10ο αι., εδραιώθηκε με την Δ΄ σταυροφορία, ενώ η εξέλιξή της κατά τους επόμενους αιώνες υπήρξε ακόμη πιο εντυπωσιακή. Η επικράτειά της, έτσι όπως διαμορφώθηκε μετά το 1204, παρά τις κατά καιρούς απώλειες συνέχισε να ενισχύεται μέχρι και τα τέλη του 15ου αι., ενώ σε κάποια σημεία του ελληνικού χώρου διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. .

Ο λατινικός πληθυσμός στον ελληνικό χώρο

Ο λατινικός πληθυσμός στα λατινικά κράτη του ελληνικού χώρου παρέμεινε πάντοτε εξαιρετικά περιορισμένος, ιδιαίτερα μάλιστα στα φραγκικά κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Αν εξαιρέσει κανείς τις οικογένειες των κυρίαρχων και εκείνες των αξιωματούχων τους, οι οποίοι αποτέλεσαν και την άρχουσα τάξη των κατά τόπους κρατών, οι ελληνικές περιοχές δέχτηκαν ελάχιστους λατίνους ως μόνιμους κατοίκους στα εδάφη τους. Στις αρχές λοιπόν του 13ου αι. ο ελληνικός πληθυσμός είχε να αντιμετωπίσει μόνο τους αρχηγούς και μέλλοντες ηγεμόνες με τον κύκλο τους και όχι έναν λατινικό πληθυσμό που θα έφτανε μαζικά για εγκατάσταση πλάι τους ή στη θέση τους. Μαζικές μετακινήσεις είτε κατευθείαν από τη Δύση είτε από τα σταυροφορικά κράτη της Α. Μεσογείου προς τις ελληνικές περιοχές δεν έγιναν ποτέ. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται όλα τα φραγκικά και ιταλικά κράτη, εκτός από εκείνα της Βενετίας και εν μέρει της Γένοβας.

Οι βενετικές αποικίες στον ελληνικό χώρο προσέλκυσαν σημαντικό αριθμό βενετών εμπόρων, κυρίως στα αστικά κέντρα και τα λιμάνια, για μόνιμη ή ημιμόνιμη εγκατάσταση. Η Κρήτη, ειδικά, με τους οργανωμένους αποικισμούς του 13ου αι. ήταν ο μόνος ελληνικός χώρος που δέχτηκε για μόνιμη εγκατάσταση εκτός από τους εμπόρους και έναν αξιοσημείωτο αριθμό Βενετών της μεσαίας και ανώτερης τάξης, οι οποίοι παρέλαβαν γη στο νησί ως φέουδα και αποτέλεσαν την τοπική φεουδαρχική άρχουσα τάξη, πλάι στην ολιγάριθμη αντίστοιχη ελληνική. Έτσι, δεν είναι τυχαίο που η Κρήτη αποτέλεσε τη μόνη επίσης περιοχή, στην οποία κατά τη διάρκεια του 13ου αι. ξέσπασαν πολλές και συχνά ισχυρές επαναστάσεις που απείλησαν όχι μόνο την τάξη στο νησί, αλλά και την ίδια τη βενετική κυριαρχία. Παρά το γεγονός ότι οι επαναστάσεις αυτές δεν είχαν ξεκάθαρα απελευθερωτικό χαρακτήρα, ωστόσο αποτέλεσαν μια δυναμική αντίδραση στη νέα πολιτική και κοινωνικοοικονομική κατάσταση που επιβλήθηκε στο νησί. Αντίθετα, όπου η τοπική άρχουσα τάξη των ελλήνων γαιοκτημόνων, όπως εκείνη στην ηγεμονία της Αχαΐας, δεν έχασε τα προνόμιά της, η αντίδραση στο νέο κυρίαρχο ήταν περιορισμένη ή ανύπαρκτη.

Οι φράγκοι ηγεμόνες προσπάθησαν να ασκήσουν πολιτική προσέγγισης του ντόπιου πληθυσμού, γνωρίζοντας ίσως, λόγω του μικρού αριθμού τους, την αδυναμία τους για πλήρη ανατροπή της μέχρι τότε κατάστασης. Η Βενετία, από την άλλη, σχεδίασε εξαρχής μια ξεκάθαρη πολιτική οργάνωσης αποικιών υπό την άμεση εξάρτησή της. Και ενώ για τα φραγκικά κράτη δεν υπήρχε μητρόπολη παρά μόνο επικυρίαρχος, για τα βενετικά κράτη η παρουσία της μητρόπολης ήταν καθοριστική. Οι δύο ωστόσο αυτές εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές υπήρξαν καθοριστικές ως προς την επιβίωση και την ανάπτυξη των λατινικών κρατών. Ενώ τα φραγκικά κράτη ήδη από το 13ο αι. αγωνίζονταν να επιβιώσουν παρουσιάζοντας πολιτική αστάθεια, η βενετική επικράτεια στον ελληνικό χώρο επεκτεινόταν εδαφικά και παρουσίαζε πολιτική σταθερότητα και συνεχή οικονομική ανάπτυξη.

Η μεγάλη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας στις περισσότερες από τις αποικίες της επέτρεψε την εγκατάσταση εκεί όχι μόνο εκπροσώπων της αστικής και της φεουδαρχικής τάξης, αλλά σταδιακά και μελών από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα της μητρόπολης, ως απλών επαγγελματιών, ναυτικών, στρατιωτών, ακόμη και αγροτών στη νέα τους πατρίδα. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές από τον 14ο αι. και εξής, κυρίως στην Κρήτη και στα Επτάνησα, και λιγότερο στις υπόλοιπες αποικίες, οι οποίες εξάλλου ήταν κυρίως λιμάνια με πολύ μικρή ενδοχώρα. Παράλληλα, και σχεδόν αποκλειστικά στα λιμάνια των βενετικών αποικιών, παρατηρείται εγκατάσταση μόνιμη ή προσωρινή προσώπων, κυρίως εμπόρων ή ναυτικών, από άλλες δυτικοευρωπαϊκές περιοχές (π.χ. άλλων Ιταλών, Ισπανών, Γάλλων κλπ.).

Ο περιορισμένος αριθμητικά λατινικός πληθυσμός στα φραγκικά κράτη και η μικρή διάρκεια ζωής των περισσότερων από αυτά αποτελεί την αιτία που τα ίχνη των Λατίνων στις περιοχές αυτές είναι σχετικά λίγα. Αντίθετα, η κληρονομιά που άφησε η Βενετία στις περιοχές που υπήρξαν τμήμα της επικράτειάς της είναι μεγάλη. Οι φράγκοι ηγεμόνες και φεουδάρχες δέθηκαν με τον τόπο, αλλά αποτελούσαν έναν κόσμο τελείως ξεχωριστό από εκείνον του ντόπιου πληθυσμού. Στις βενετικές αποικίες, αντίθετα, με την πάροδο των χρόνων, και με εξαίρεση τους ανώτατους αξιωματούχους που στέλνονταν από τη μητρόπολη, ένας μεγάλος αριθμός Βενετών γεννιόταν, μεγάλωνε, ζούσε σ’ αυτές και συνέδεε τα συμφέροντά του μαζί τους. Όλοι αυτοί, αν και παρέμεναν πάντα Βενετοί, δένονταν με τον τόπο της γέννησης τους και είχαν άμεση σχέση και επαφή με τον ντόπιο πληθυσμό. Έλληνες και Βενετοί ήλθαν πολύ κοντά, με αποτέλεσμα την καλύτερη δυνατή συμβίωση των δύο στοιχείων και την κοινωνική συνοχή στις βενετικές αποικίες.

Κρήτη

Η εξαγορά της Κρήτης από τη Βενετία (1204), η κατάκτησή της από τον πειρατή Enrico Pescatore υπό την προστασία της Γένοβας (1206), η εκδίωξη του Pescatore από το νησί και ο διορισμός του πρώτου δούκα της Κρήτης (1207-1209), και τέλος η πρώτη αποστολή αποίκων από τη Βενετία (1211) είναι τα κρίσιμα γεγονότα της πρώτης δεκαετίας του 13ου αιώνα, τα οποία οδήγησαν σε μια μεγάλη πολιτική τομή στην ιστορία της Κρήτης. Η εφαρμογή του σχεδίου αποικισμού με την αποστολή βενετών υπηκόων, προκειμένου να τους παραχωρηθεί η γη του νησιού ως φέουδα και οι ίδιοι να συμμετάσχουν στη διοίκηση και την άμυνα του νησιού, ως η τοπική άρχουσα τάξη, υπήρξε μια ακόμη πιο βαθιά τομή. Αυτή η νέα πολιτική κατάσταση έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοινωνικού και οικονομικού τοπίου και, μακροπρόθεσμα, στην ίδια την εμφάνιση του νησιού, κατά τη διάρκεια των τεσσεράμισι αιώνων της βενετικής κυριαρχίας (1211-1669). Η Κρήτη αντιμετωπίστηκε τόσο ως νησί που θα αποτελούσε θέση κλειδί στην ανατολική Μεσόγειο όσο και ως αποικία που θα έπρεπε να οργανωθεί κατάλληλα για να αποδώσουν οι οικονομικές δυνατότητες που πρόσφερε. Το σχέδιο αυτό απαιτούσε επομένως βαθιές αλλαγές και ουσιαστικές παρεμβάσεις.

Η απόφαση της Βενετίας να αντιμετωπίσει, αν και αρχικά σε θεωρητικό επίπεδο, την κατάκτηση της Κρήτης και την οργάνωσή της ως ένα συνολικό πρόβλημα του οποίου η λύση απαιτούσε να επαναπροσδιοριστούν όλα από την αρχή αποκαλύπτει τη σοβαρότητα με την οποία η Γαληνοτάτη είδε την αποκτηθείσα αποικία. Οι βαθιές τομές ήταν απαραίτητες για την επίτευξη αυτού του στόχου. Η πλήρης ανακατανομή της γης και η ένταξη του τοπικού πληθυσμού και της Εκκλησίας του σε ένα νέο καθεστώς ήταν τα βασικά στοιχεία των αλλαγών που σχεδιάστηκαν για την Κρήτη. Όλα -γη, πληθυσμός και θεσμοί- βρέθηκαν υπό τη δικαιοδοσία των βενετικών αρχών. Η γη του νησιού αποφασίστηκε να παραχωρηθεί σε μεγάλο αριθμό Βενετών πολιτών (dilecti fideles nostri, viri Veneti) από διάφορα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα υπό την εξουσία μιας διορισμένης κυβέρνησης που θα κυβερνούσε το νησί και θα έλεγχε τους νέους αποίκους.

Η πρώτη και η πλέον αναμενόμενη τομή που προκύπτει μετά την κατάκτηση μιας περιοχής είναι η αλλαγή στο πολιτικό σύστημα, στον κάτοχο της εξουσίας και στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η εξουσία αυτή. Η Κρήτη είδε το πολιτικό και διοικητικό σύστημα της Βενετίας να μεταφέρεται σχεδόν ίδιο στο νησί, με την αντίστοιχη ιεραρχία, τα διοικητικά συμβούλια και τους αξιωματούχους. Ο τοπικός πληθυσμός αποκλείστηκε από τη συμμετοχή στη διοίκηση και την άμυνα του νησιού και περιορίστηκε, με ορισμένες εξαιρέσεις, σε θέσεις χαμηλού γραφειοκρατικού επιπέδου. Ωστόσο, ο ντόπιος πληθυσμός απολάμβανε θεωρητικά και σε πολλές περιπτώσεις στην πράξη ίδια δικαιώματα ενώπιον του κράτους με αυτά των Βενετών.

Παρά τις πολιτικές αλλαγές που εφάρμοσαν οι Βενετοί στην Κρήτη, παρατηρούνται ταυτόχρονα και ορισμένες συνέχειες που εξυπηρετούσαν χωρίς αμφιβολία τη Βενετία. Η σταδιακή απόκτηση του πλήρους ελέγχου του νησιού εμπόδισε αρχικά το σχέδιο διαίρεσης της Κρήτης, όπως η ίδια η πόλη της Βενετίας, σε έξι διοικητικά τμήματα, τα λεγόμενα σεξτέρια (sexteria). Οι τοπικές αρχές στηρίχθηκαν αντ’ αυτού στο υπάρχον μοντέλο για την οργάνωση, τη διοίκηση και την άμυνα της αποικίας. Οι βυζαντινές «τούρμες» και τα κάστρα τους αποτέλεσαν τη βάση τόσο για την προώθηση του αποικισμού κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα, όσο και κατ’ επέκταση για την οργάνωση του νησιού, και για την υπεράσπιση της αποικίας. Οι τούρμες στο σημερινό νομό Ηρακλείου αποτέλεσαν τα έξι σεξτέρια που δέχτηκαν τους πρώτους αποίκους το 1211 χωρισμένους σε έξι ομάδες με βάση το σεξτέριο στο οποίο ανήκαν στη Βενετία. Αργότερα, μικρές ομάδες από τούρμες σχημάτισαν τα υπόλοιπα τρία διαμερίσματα της Κρήτης. Τα τέσσερα αυτά συνολικά διαμερίσματα (territoria), δηλαδή του Χάνδακα, των Χανίων, του Ρεθύμνου και της Σητείας ταυτίζονται σχεδόν με τους τέσσερις σύγχρονους νομούς του νησιού. Η εντυπωσιακή συνέχεια στην πολιτική γεωγραφία της Κρήτης χρονολογείται τουλάχιστον από την τελευταία βυζαντινή περίοδο και διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της βενετικής και οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι και τη σύγχρονη εποχή. Οι πρώην βυζαντινές τούρμες, σχεδόν αμετάβλητες και μετονομασμένες σε καστελανίες (castellanie), αποτέλεσαν επίσης τη βάση του αμυντικού συστήματος του νησιού και ταυτίζονται και αυτές με τις μέχρι πρότινος επαρχίες των αντίστοιχων νομών.

Η ανακατανομή της γης ολόκληρου του νησιού, όπως καθορίστηκε στο έγγραφο που αφορά την πρώτη αποστολή αποίκων στην Κρήτη το 1211, τη λεγόμενη Παραχώρηση της Κρήτης (Concessio Crete) υλοποιήθηκε πράγματι. Το γεγονός ότι κατά τον 13ο αιώνα ένα μεγάλο ποσοστό των παλαιών βυζαντινών γαιοκτημόνων κατάφερε τελικά να διατηρήσει την έγγεια περιουσία του χάρη στις εξεγέρσεις τους δεν αναιρεί την τομή που συνέβη, καθώς οι γαιοκτήμονες αυτοί ενσωματώθηκαν στην πραγματικότητα στο νέο σύστημα γαιοκτησίας πλάι στους βενετούς φεουδάρχες υπό τον έλεγχο του βενετικού κράτους. Η αναδιανομή αυτή βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό στο προϋπάρχον σύστημα ιδιοκτησίας γης. Έτσι, η βυζαντινή κρατική γη που διαχειρίζονταν οι γαιοκτήμονες, καθώς και η γη των αυτοκρατορικών μοναστηριών, πέρασε αυτόματα στην κατοχή του βενετικού κράτους, το οποίο στη συνέχεια την αναδιένειμε. Ένα μέρος της γης που ανήκε στην πρώην Ορθόδοξη Εκκλησία (Αρχιεπισκοπή και Επισκοπές) πέρασε επίσης στην κατοχή της Λατινικής Εκκλησίας της Κρήτης. Η τύχη της γης που οι βυζαντινοί γαιοκτήμονες κατείχαν υπό πλήρη κυριότητα κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο στην Κρήτη (961-1204) ήταν κάπως διαφορετική: αν και η Βενετία τη θεωρούσε επίσης κρατική γη, παρέμεινε κατά το μεγαλύτερο μέρος της στα χέρια εκείνων που την κατείχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δεν γνωρίζουμε την αναλογία ανάμεσα στην κρατική, εκκλησιαστική ή «ιδιωτική» γη κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο στην Κρήτη, αλλά φαίνεται ότι κυριαρχούσε η κρατική γη. Με αυτόν τον τρόπο, η Βενετία κατάφερε να ικανοποιήσει τις ανάγκες τουλάχιστον των Βενετών που έστειλε στο νησί σε τρεις οργανωμένες αποστολές κατά το πρώτο μισό του 13ου αιώνα (1211, 1222, 1252).

Παρά την τομή στη γαιοκτησία, τόσο στον τρόπο κατοχής της γης όσο και στους ανθρώπους που την κατείχαν, η ζωή του τοπικού αγροτικού πληθυσμού συνεχίστηκε χωρίς μεγάλες αλλαγές. Η βασικότερη αλλαγή αφορούσε το καθεστώς των μέχρι τότε βυζαντινών παροίκων, οι οποίοι εξέπεσαν σε εξαρτημένους αγρότες και μετονομάστηκαν σε βιλάνους (villani). Με το νέο καθεστώς γαιοκτησίας, οι διαβαθμίσεις μεταξύ των βιλάνων σταθεροποιήθηκαν με βάση την εξάρτησή τους από τη γη ή από τον φεουδάρχη κύριό τους: βιλάνοι των φέουδων (villani feudorum) και βιλάνοι των φεουδαρχών ή εκτός φέουδου (villani feudatorum ή extra feudum), ή με βάση τον ιδιοκτήτη τους (βιλάνοι δηλαδή που ανήκαν σε φεουδάρχες, το κράτος ή την Εκκλησία). Μέχρι τα πρώτα χρόνια του 13ου αι. οι εναπομείναντες ελεύθεροι μικροκαλλιεργητές στην Κρήτη έχασαν τη γη τους, παρέμειναν όμως ελεύθεροι αγρότες, αν και εξαρτημένοι οικονομικά από τους γαιοκτήμονες. Ωστόσο, όλοι οι παραπάνω αγρότες, βιλάνοι ή ελεύθεροι, συνέχισαν να εργάζονται στη γη των νέων ή των παλαιών γαιοκτημόνων με τους ίδιους περίπου όρους όπως και παλαιότερα. Παρά την φεουδαρχικού τύπου γαιοκτησία, η κεντρική εξουσία παρέμεινε ισχυρή, όπως και κατά τη Βυζαντινή περίοδο, αποτρέποντας τυχόν αυθαιρεσίες εκ μέρους των φεουδαρχών και προστατεύοντας ορισμένα δικαιώματα των αγροτών. Το πλαίσιο αυτό επέτρεψε η καθημερινή ζωή του Κρητικού αγρότη να συνεχίσει ουσιαστικά αμετάβλητη μετά την άφιξη των Βενετών. Η κυριαρχία του ελληνικού πληθυσμού στα κρητικά χωριά παρέμεινε επίσης αμετάβλητη κατά τη βενετική περίοδο. Για το μεγαλύτερο μέρος του δέκατου τρίτου αιώνα, όλοι οι φεουδάρχες ζούσαν στις πόλεις και επισκέπτονταν τα κτήματα και τα χωριά τους κατά καιρούς. Από τις τελευταίες δεκαετίες του ίδιου αιώνα, ορισμένοι φεουδάρχες, κυρίως του κατώτερου στρώματος, άρχισαν σταδιακά να ζουν μόνιμα στα χωριά τους. Οι ξένοι, είτε Λατινικής είτε Ελληνικής καταγωγής, άρχισαν να φτάνουν στην Κρήτη και να εγκαθίστανται στα χωριά ως αγρότες κυρίως από το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα και μετά. Επιπλέον, σκλάβοι και κυρίως απελεύθεροι (franchi) ποικίλης προέλευσης συνήθιζαν επίσης να εγκαθίστανται στην Κρητική ύπαιθρο ως αγρότες.

Παρ’ όλα αυτά, τα χαρακτηριστικά του νέου κυρίαρχου και ο ρόλος της Κρήτης ως αποικίας δεν θα μπορούσαν να μην επηρεάσουν την οικονομία του νησιού, η οποία ήταν και παρέμεινε κυρίως αγροτική και μετά τη βενετική κατάκτηση. Ο προεξάρχων ρόλος του εμπορίου μεταξύ των Βενετών του νησιού και η επιμονή της μητρόπολης σχετικά με την επάρκεια του σίτου οδήγησε, ειδικά μετά το 1250 και την κατάκτηση ολόκληρου του νησιού, στην εντατικοποίηση της παραγωγής ορισμένων γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, όπως τα δημητριακά, το κρασί και το τυρί. Έτσι, μια πιο ισορροπημένη μορφή γεωργικής παραγωγής που στόχευε μέχρι τότε κυρίως στην αυτάρκεια και δευτερευόντως στην εξαγωγή, σταδιακά έδωσε τη θέση της σε μια κατευθυνόμενη και πιο εντατική μορφή γεωργίας, συχνά μια μονοκαλλιέργεια που παρήγαγε εμπορεύματα προς πώληση και εξαγωγή, αναζωογονώντας έτσι την εγχώρια αγορά.

Οι αλλαγές στον γεωργικό τομέα ήταν σταδιακές και επικεντρώθηκαν στην αύξηση τόσο της παραγωγής ορισμένων καλλιεργειών όσο και της διαθέσιμης γης για καλλιέργεια. Οι αμπελώνες και η γη για την καλλιέργεια δημητριακών κυριαρχούσαν ήδη στην κρητική γεωργία πριν από την άφιξη των Βενετών. Ωστόσο, η έκτασή τους αυξήθηκε σημαντικά, εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το νησί, όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμες σωζόμενες παραχωρήσεις νέων γαιών από το τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα και εξής, με ρητό στόχο τις καλλιέργειες αυτού του τύπου. Ο δεύτερος σημαντικός τομέας της αγροτικής οικονομίας της Κρήτης ήταν η κτηνοτροφία. Μεγάλες ποσότητες δέρματος, μαλλιού και τυριού παράγονταν στις ορεινές περιοχές του νησιού και ειδικότερα το τυρί εξαγόταν προς διάφορους προορισμούς.

Παρά τις τομές στο αγροτικό σύστημα στην Κρήτη, οι αλλαγές ήταν αργές στην αρχή και περιορισμένης στόχευσης, τουλάχιστον κατά τον 13ο αιώνα. Οι επαναλαμβανόμενες εξεγέρσεις στη διάρκεια του ίδιου αιώνα ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στον αργό ρυθμό των αλλαγών, καθώς όχι μόνο διατάρασσαν την κρητική ύπαιθρο και προκαλούσαν καταστροφές, αλλά και απομόνωναν ολόκληρες περιοχές συχνά για σημαντικά χρονικά διαστήματα. Οι Βενετοί και οι άλλοι Λατίνοι φεουδάρχες παρέμειναν στις πόλεις, όπως ήταν υποχρεωμένοι, διατηρώντας περιορισμένη μόνο επαφή με τα κτήματά τους και τους ανθρώπους που τα καλλιεργούσαν. Από τον 14ο αιώνα και μετά, η πολιτική σταθερότητα και οι αλλαγές στη σύνθεση της φεουδαρχικής τάξης υποστήριξαν μεγαλύτερες και ίσως ταχύτερες αλλαγές στην κρητική ύπαιθρο, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό από ό, τι στις πόλεις της βόρειας ακτής.

Μια άλλη σημαντική τομή στην ιστορία της Κρήτης υπήρξε η αλλαγή του καθεστώτος της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Για λόγους ασφάλειας και προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία της, η Βενετία κατάργησε την τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, αντικαθιστώντας την με την Καθολική. Παρόλο που ούτε απαγόρευσε το ορθόδοξο δόγμα, ούτε απαγόρευσε στον τοπικό πληθυσμό να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ούτε τέλος ευνόησε ιδιαίτερα την Καθολική Εκκλησία υποστηρίζοντας τον προσηλυτισμό, η απουσία των Ορθόδοξων επισκόπων και ενός αρχιεπισκόπου δυσκόλευε την καλή λειτουργία του κατώτερου κλήρου. Ωστόσο, παρά τις θεσμικές αυτές αλλαγές, η θρησκευτική ζωή των Κρητικών δεν φαίνεται να διαταράχθηκε σε σημαντικό βαθμό. Οι Ορθόδοξοι ιερείς, οι papades όπως τους αποκαλούν οι Βενετοί, συνέχισαν να έχουν ισχυρή παρουσία στο νησί, ενώ μεγάλος αριθμός εκκλησιών χτίστηκε σε όλη την Κρήτη, ειδικά στην ύπαιθρο, κατά τη διάρκεια του 13ου και του 14ου αιώνα. Η περιορισμένη παρουσία των Λατίνων στην κρητική ύπαιθρο κατά τον 13ο αιώνα ήταν ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για την εξασφάλιση μιας ομαλής συνέχειας και ειρήνης στα χωριά.

Μια από τις σημαντικότερες τομές στην ιστορία της Κρήτης κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας ήταν ο ολοένα και πιο σημαντικός ρόλος που διαδραμάτιζαν οι πόλεις της και η ανάπτυξη του αστικού τοπίου και της αστικής οικονομίας στο νησί. Όταν οι Βενετοί έφτασαν στην Κρήτη ως κυρίαρχοι, βρήκαν μια μικρή πόλη, τον Χάνδακα, που ονομάστηκε Candia (ή Candida στα Λατινικά), με περιορισμένο αριθμό κατοίκων μέσα στα βυζαντινά τείχη του και, όπως αποκαλύπτουν οι πηγές της εποχής, με ανεπάρκεια στέγης για τους νέους φεουδάρχες, αν και με άφθονα κενά οικόπεδα. Το λιμάνι του Χάνδακα, το οποίο γνώριζαν οι Βενετοί από παλιά, ήταν σε παρακμή. Η μοναδική αποβάθρα του, που χρονολογούνταν από την περίοδο της αραβικής κυριαρχίας, δεν ήταν σε καλή κατάσταση, αλλά πάντα ανοιχτή σε πλοία στις αρχές της δεκαετίας του 1200. Οι Βενετοί κράτησαν το λιμάνι ανοιχτό και προσβάσιμο σε διάφορα σκάφη μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα. Ουσιαστικές βελτιώσεις και παρεμβάσεις άρχισαν να πραγματοποιούν κατά την τελευταία δεκαετία του δέκατου τρίτου αιώνα και κυρίως κατά τον επόμενο αιώνα, όταν το θαλάσσιο εμπόριο και ο όγκος των εμπορευμάτων που διέρχονταν από το λιμάνι του Χάνδακα αυξήθηκαν. Στο εξής οι αρχές φρόντιζαν συστηματικά για τη συντήρηση του λιμανιού και οι εγκαταστάσεις του βελτιώνονταν σε τακτική βάση.

Κατά την άφιξη των Βενετών στις αρχές του δέκατου τρίτου αιώνα, στη θέση όπου αργότερα αναπτύχθηκαν οι άλλες πόλεις της βόρειας ακτής της Κρήτης (τα Χανιά δηλαδή, το Ρέθυμνο και σε μικρότερο βαθμό η Σητεία), υπήρχαν μικροί οικισμοί με προοπτικές όμως ανάπτυξης. Η Βενετία εξασφάλισε την ανάπτυξή τους με την αποστολή αποίκων σε αυτές τις περιοχές και την εγκατάστασή τους ως φεουδάρχες. Τα Χανιά είναι ένα τυπικό παράδειγμα: κατά την άφιξη της τρίτης ομάδας Βενετών αποίκων εκεί το 1252, ο χώρος κατονομαζόταν ως πόλη, αν και με την επισήμανση ότι υπήρχε ανάγκη «ανοικοδόμησης». Αυτό υποδηλώνει την παρακμή μιας παλαιότερης πόλης που, υπό το φως των νέων περιστάσεων, έπρεπε να αναπτυχθεί. Οι βενετικές αρχές προσδιόρισαν με σαφήνεια στο σχετικό έγγραφο τη μορφή που έπρεπε να λάβει η πόλη για να αναγεννηθεί. Μια τέτοια πρωτοβουλία αποσκοπούσε στη δημιουργία όχι μόνο ενός νέου αστικού κέντρου και λιμανιού, αλλά και ενός νέου διοικητικού κέντρου για την οργάνωση της γύρω περιοχής, για το συντονισμό της άμυνας εναντίον των εχθρών τόσο εντός όσο και εκτός της Κρήτης και βέβαια για τις κατοικίες των φεουδαρχών της περιοχής. Το Ρέθυμνο αναπτύχθηκε υπό παρόμοιες συνθήκες και την ίδια περίοδο. Η πολύ μικρότερη Σητεία, τα αμυντικά κάστρα με τους οικισμούς τους και ορισμένα οχυρωμένα χωριά αναπτύχθηκαν στους αιώνες που ακολούθησαν.

Το ενδιαφέρον της Βενετίας για την ενίσχυση και ανάπτυξη των περιοχών μακριά από την πρωτεύουσα υπήρξε η κινητήρια δύναμη για τη βελτίωση των αστικών κέντρων της Κρήτης. Αυτή η εξέλιξη δεν ήταν τυχαίο φαινόμενο που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της Βενετίας. Αντίθετα, αποτελούσε μια συνειδητή και οργανωμένη προσπάθεια, σκοπός της οποίας ήταν να βοηθήσει τους κυρίαρχους του νησιού να επιτύχουν τους στόχους τους σε διάφορα επίπεδα (πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά). Η σταδιακή ανάδειξη των άλλων τριών πόλεων της Κρήτης, εκτός του Χάνδακα, συνοδεύτηκε από την εφαρμογή μιας νέας αποκέντρωσης στις αρχές του 14ου αιώνα μέσω των νέων διοικητικών μονάδων του νησιού. Κάθε μία από αυτές τις πόλεις ήταν τώρα η πρωτεύουσα του δικού της διαμερίσματος με επικεφαλής τον ρέκτορα (rector) και διοικητικές υπηρεσίες που αντιστοιχούσαν σε εκείνες του Χάνδακα (δημόσιο ταμείο, γραμματεία, τοπικό συμβούλιο φεουδαρχών), πάντα ωστόσο υπό τον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης του νησιού. Το σύστημα αυτό επέτρεψε την πιο στενή παρακολούθηση των τοπικών προβλημάτων και την ευκολότερη εφαρμογή λύσεων. Έφερε επίσης στο φως τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα κάθε περιοχής, προς όφελος των αρχών, των φεουδαρχών και των κατοίκων της.

Η οργάνωση των λιμανιών και η ενσωμάτωσή τους σε τοπικά ή υπερτοπικά θαλάσσια δίκτυα ήταν ένα σημαντικό βήμα για την περαιτέρω ανάπτυξη κάθε πόλης και την ενίσχυση της ως τοπικού διοικητικού κέντρου. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε κάπως δειλά τον δέκατο τρίτο αιώνα, για να γίνει πιο εντατική και συστηματική κατά τη διάρκεια των αιώνων που ακολούθησαν. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην εμφάνιση τοπικών αγορών που προσέλκυσαν τον ελληνικό και μη ελληνικό πληθυσμό κάθε κοινωνικής τάξης και οικονομικού στρώματος. Η αύξηση του πληθυσμού και η ενίσχυση της τοπικής οικονομίας, έδωσαν ώθηση στη σταδιακή ανάπτυξη επαγγελματιών και τεχνιτών, οι οποίοι αργά αλλά σταθερά συγκρότησαν μια μικρή αλλά ακμάζουσα αστική «τάξη» στις πόλεις της Κρήτης, ειδικά στον Χάνδακα.

Η βελτίωση των πόλεων, η οργάνωση των λιμανιών τους και η ένταξή τους σε θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους και, τέλος, το εμπόριο τοπικών γεωργικών προϊόντων από τους Βενετούς συνέβαλε χωρίς αμφιβολία στη δημογραφική ενίσχυση της κρητικής υπαίθρου. Πολλοί οικισμοί του νησιού, που χρονολογούνταν στη βυζαντινή περίοδο, και ειδικά εκείνοι που βρίσκονταν σε εύφορα πεδινά εδάφη ή κοντά σε πόλεις ή σε θέσεις εύκολα προσβάσιμες από τη θάλασσα άκμασαν. Η Κρήτη, κυρίως από τον 14ο αιώνα και μετά, έγινε οικονομικό κέντρο για μια ευρεία περιοχή στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, ικανή να προσελκύσει μεγάλους και μικρούς εμπόρους, και οικονομικούς μετανάστες ελληνικής ή λατινικής καταγωγής. Η ύπαρξη των κάστρων, που στόχευε στην υπεράσπιση του νησιού από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς, υπό τη διοικητική εξουσία του καστελάνου (castellanus), συνέβαλαν επίσης στην άνθηση της υπαίθρου και των οικισμών της.

Σε αυτό το νέο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο αναδείχθηκε μια νέα σχέση μεταξύ της υπαίθρου και των πόλεων, χωρίς να εξαφανιστεί η οικονομική εξάρτηση της πόλης από το χωριό. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Κρητικοί αγρότες αντιμετώπισαν μια διαφορετική και νέα πραγματικότητα: από οικονομική άποψη, οι νέες προκλήσεις συνδέονταν με μια μεγαλύτερη αστική αγορά και με σημαντικό αριθμό εμπόρων, ενώ από πολιτική άποψη, η πρόκληση ήταν ένας καλά οργανωμένος κρατικός μηχανισμός με διοικητικές, δικαστικές και αστυνομικές αρχές.

Από τον 13ο αιώνα και κυρίως κατά τον 14ο αιώνα, οι χωρικοί της Κρήτης έσπασαν σταδιακά τα όρια των χωριών τους και άρχισαν να επικοινωνούν συστηματικά όχι μόνο με άλλα γειτονικά χωριά ή / και κάστρα, αλλά και με την πόλη, το διοικητικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής τους. Η πόλη τούς προσέφερε διάφορες ευκαιρίες: τους φεουδάρχες που πρόσφεραν γη, τη χονδρική και λιανική αγορά γεωργικών προϊόντων, δάνεια σε είδος ή χρήμα. Ταυτόχρονα, τα χωριά προσέλκυσαν εμπόρους και νέους προσωρινούς ή μόνιμους κατοίκους από τις πόλεις ή άλλα χωριά του νησιού, καθώς και από έξω από την Κρήτη.

Το πολιτικό και οικονομικό αυτό περιβάλλον αναπόφευκτα δημιούργησε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, με ειδικά χαρακτηριστικά για την Κρήτη κατά τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας. Παρά τις στοχευμένες εξεγέρσεις ενάντια στη νέα κυριαρχία - κυρίως κατά τον δέκατο τρίτο αιώνα - και τις περιστασιακά περιορισμένες τοπικές συγκρούσεις, ο γηγενής ελληνικός πληθυσμός όλων των κοινωνικών στρωμάτων όχι μόνο συνυπήρχε με άλλα εθνοτικά στοιχεία, αλλά και αναμείχθηκε με αυτά. Οι μικτοί γάμοι, λιγότεροι στο υψηλότερο κοινωνικό στρώμα, περισσότεροι στα μεσαία και κατώτερα στρώματα τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές, βοήθησαν σημαντικά σε αυτήν την αλληλεπίδραση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν στην ανάδειξη μιας τοπικής «κρητικής» ταυτότητας τόσο από τον ελληνικό όσο και από τον λατινικό πληθυσμό. Σημαντική έκφραση αυτής της ταυτότητας ήταν η εξέγερση του Αγίου Τίτου (1363-1366), μέσω της οποίας μέρος των ντόπιων Βενετών από ευγενείς και ισχυρές οικογένειες με την υποστήριξη ορισμένων τοπικών ηγετών ελληνικών οικογενειών προσπάθησαν να σπάσουν τους δεσμούς με τη μητέρα πόλη και να αυτονομηθούν. Η Βενετία κατάφερε να καταστείλει την επανάσταση, αλλά η πράξη των τέκνων της παρέμεινε ένα τραυματικό γεγονός για αυτήν.

Έτσι, η πολιτική τομή που σημειώθηκε με τη βενετική κατάκτηση της Κρήτης ακολουθήθηκε από άλλες σε κοινωνικό, οικονομικό και εκκλησιαστικό επίπεδο. Η άφιξη των Βενετών στην Κρήτη στις αρχές του 13ου αιώνα αποδείχθηκε κάτι περισσότερο από μια απλή αλλαγή κυρίαρχου. Αυτό που ακολούθησε σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο μπορεί να θεωρηθεί ως μια αναπόφευκτη αλλαγή που χαρακτηρίζει τον ύστερο Μεσαίωνα. Ωστόσο, η ταυτότητα των κυριάρχων αποδείχθηκε καθοριστικός παράγοντας τόσο στην υιοθέτηση όσο και στην επιτάχυνση των αλλαγών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μέγεθος, το έδαφος και η θέση της Κρήτης στην ανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με την οικονομική και πολιτική δύναμη που είχε ήδη αρχίσει να αποκτά η Βενετία, έφερε θετικά αποτελέσματα. Αν και δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει την Κρήτη ως προς το μέγεθος και την πολιτική ή οικονομική δύναμη με την βενετική μητρόπολη ή άλλες περιοχές και πόλεις της ηπειρωτικής Ιταλίας ή της νοτιοανατολικής Μεσογείου κατά την ίδια εποχή, το νησί γνώρισε μια περίοδο σημαντικής ανάπτυξης μεταξύ των αρχών του 13ου αιώνα και της πτώσης του στους Οθωμανούς το 1669.

Μεθώνη και Κορώνη

H Μεθώνη και η Κορώνη εντάχθηκαν στο θαλάσσιο αποικιακό κράτος της Βενετίας το 1209 με βάση τη γνωστή συνθήκη της Σαπιέντσας μεταξύ των Βενετών και των φράγκων ηγεμόνων της Πελοποννήσου και έκτοτε η ιστορία τους άλλαξε καθοριστικά. Μέχρι το 1500, οπότε περιήλθαν στους Οθωμανούς, οι δύο μικρές μεσσηνιακές πόλεις-λιμάνια όχι μόνο αναπτύχθηκαν ραγδαία ως δύο μικρά αστικά κέντρα, αλλά κυρίως εξελίχθηκαν σε δύο σημαντικούς σταθμούς στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους της Βενετίας, και γι’ αυτό, άλλωστε, αποκαλούνταν «οφθαλμοί της Βενετίας» (oculi capitales comunis Venetiarum). Καθώς λοιπόν αναπτύσσονταν περιέκλεισαν τόσο εντός των τειχών τους, όσο και στα βούργη τους, έναν σχετικά μικρό, αλλά με ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά πληθυσμό, αντιπροσωπευτικό της εποχής αλλά και του ρόλου των δύο πόλεων. Πλάι στους ντόπιους Έλληνες και λίγους Εβραίους, προστέθηκαν σταδιακά οι Λατίνοι, βενετικής κυρίως αλλά και άλλης προέλευσης. Δεν διαθέτουμε, δυστυχώς, αριθμητικά δεδομένα για τον πληθυσμό της Μεθώνης και της Κορώνης κατά τον 13ο και 14ο αιώνα. Οι πρώτες σχετικές πληροφορίες αφορούν το κάστρο και το βούργο της Κορώνης, ο πληθυσμός του οποίου σύμφωνα με την Εντολή (Commissio) των Προνοητών Filippo da Molin και Agostino Querini, οι οποίοι θα ταξίδευαν στη Μεθώνη και την Κορώνη το 1401, ήταν πολύ περιορισμένος (magna restrictu paucarum personarum). Οι πληροφορίες μάλιστα που διέθεταν οι βενετικές αρχές εκείνη την εποχή μιλούσαν για έναν πληθυσμό 380 προσώπων, από τα οποία μόνο 80 ήταν Λατίνοι (persone 380 in quibus sunt Latini LXXX). Αν λάβουμε υπόψη ότι η Μεθώνη κατά τον 14ο αιώνα αντιμετώπιζε μεγαλύτερο δημογραφικό πρόβλημα, τότε ο αριθμός των κατοίκων της ήταν πιθανότατα μικρότερος των 380 προσώπων της Κορώνης. Μπορούμε λοιπόν σχετικά εύκολα να φανταστούμε το μικρό μέγεθος των δύο αυτών οικισμών κατά τον 13ο αιώνα.

Αρχικά, κατά τον 13ο αιώνα, και τις δύο πόλεις τις διοικούσε ένας καστελάνος (castellanus). Από τις αρχές του 14ου αι. και έπειτα όμως οι καστελάνοι έγιναν δύο, επιλέγονταν μεταξύ των Βενετών της μητρόπολης με θητεία δύο χρόνων ο καθένας, και εναλλάσσονταν σε κάθε πόλη για έναν ολόκληρο χρόνο.

Στα δύο πελοποννησιακά λιμάνια κατοικούσαν μόνιμα ή προσωρινά πολλοί Βενετοί και άλλοι Ιταλοί, δραστήριοι κυρίως περί το μικρομεσαίο θαλάσσιο εμπόριο. Οι εμπορικές σχέσεις των κατοίκων της Μεθώνης με την υπόλοιπη Πελοπόννησο ήταν σημαντικές, ενώ ιδιαίτερα πυκνές ήταν και με την Κρήτη, καθώς επιπλέον των άλλων ανήκε επίσης στη βενετική επικράτεια. Βενετοί και έλληνες έμποροι διέσχιζαν τακτικά το Κρητικό πέλαγος, μεταφέροντας προϊόντα από τη μία πλευρά στην άλλη για τοπική κατανάλωση ή για προώθηση προς άλλα λιμάνια, με κυριότερο βέβαια προορισμό τη Βενετία.

Ορθόδοξη και λατινική Εκκλησία, σε αντίθεση με την Κρήτη, συνυπήρχαν με ορθόδοξο και καθολικό επίσκοπο σε καθεμιά από τις δύο πόλεις. Ο ρόλος μάλιστα του ορθόδοξων επισκόπων υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός, κυρίως από τον 14ο αι. και εξής, καθώς ήταν αυτοί που αναλάμβαναν να χειροτονήσουν τους ορθόδοξους ιερείς της Κρήτης, όπου δεν υπήρχαν επίσκοποι, με την άδεια βέβαια των βενετικών αρχών. Και στις δύο πόλεις, και μάλιστα εντός των κάστρων, υπήρχαν καθολικοί μητροπολιτικοί ναοί (ο Άγιος Ιωάννης στη Μεθώνη και η Παναγία στην Κορώνη), ενώ ήταν εγκατεστημένα εκεί και καθολικά μοναστικά Τάγματα (οι Δομινικανοί στη Μεθώνη με τον ναό της Παναγίας και οι Φραγκισκανοί στην Κορώνη με τον ναό του Αγίου Νικολάου).

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία

Α. Λατινική κυριαρχία στον ελληνικό χώρο

ARBEL B., HAMILTON B, JACOBY D. (επιμ.), Latins and Greeks in the Eastern Mediterranean after 1204, Λονδίνο 1989.
ARGENTI Ph., The Occupation of Chios by the Genoese and their Administration of the Island, τ. 1-3, Kαίμπριτζ 1958.
BALARD M., La Romanie génoise (XIIe - debut du XVe siècle), τ. 1-2, Γένοβα 1978.
BALARD Μ. DUCELLIER A. (επιμ.), Le partage du monde. Échange et colonisation dans la Méditerranée médiévale, Παρίσι 1998 BON A., La Morée franque, Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la Principauté d'Achaïe (1205-1430), Παρίσι 1969.
BORSARI S., Studi sulle colonie veneziane in Romania nel XIII secolo, Nάπολη 1966.
CARILE Α.,Per una storia dell’Impero Latino di Constantinopoli (1204-1261), Μπολόνια 1972.
CRACCO G. -ORTALLI Gh. (επιμ.), Storia di Venezia dalle origini alla caduta della Serenissima, τ. ΙΙ, L’età del Comune, Ρώμη 1995, 155-299.
GEORGOPOULOU MARIA, Venice’s Mediterranean Colonies. Architecture and Urbanism, Cambridge University Press 2001.
HILL G., A History of Cyprus, τ. 1-3, Kαίμπριτζ 1972.
ILIEVA ANETA, Frankish Morea (1205-1262), Aθήνα 1991.
JACOBY D., Byzantium, Latin Romania and the Mediterranean, Variorum Reprints 2001.
LUTTRELL A., The Hospitaller State on Rhodes and its western Provinces. 1306-1462, Variorum Reprints, Aldershot-Brookfield US-Singapore-Sydney 1999.
LUTTRELL A., The Hospitallers of Rhodes and their Mediterranean World, Variorum Reprints, Aldershot- Brookfield US 1992.
MALTEZOU CHRYSA A. – SCREINER P. (επιμ.), Bisanzio, Venezia e il mondo franco-greco (XIII-XV secolo), Atti del Colloquio Internazionale organizzato nel centenario della nascita di Raymond-Joseph Loenertz o.p., Venezia, 1-2 dicembre 2000, Βενετία (Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας) 2002.
NICOL D. M., Byzantium and Venice, A study in diplomatic and cultural relations, Kαίμπριτζ 1988.
ORTALLI Gh., RAVEGNANI G., SCHREINER P. (επιμ.). Quarta Crociata. Venezia – Bisanzio – Impero Latino, τ. 1-2, Βενετία 2006.
SETTON K. N., Athens in the Middle Ages, Λονδίνο (Variorum Reprints) 1975.
SETTON K. N., Catalan domination of Athens. 1311-1388, Λονδίνο 1975.
SETTON K.M. (επιμ.), A History of the Crusades, 1. The First Hundred Years, έκδ. M.W. Baldwin, Milwake-Λονδίνο 1969· 2. The Later Crusades, έκδ. R.L. Wolffand - H.W. Hazard, Madison Wisconsin 1975.
THIRIET F., Études sur la Romanie gréco-vénitienne. (Xe - XVe siècles), Variorum Reprints, Λονδίνο 1977.
THIRIET F., La Romanie vénitienne au Moyen Age, Παρίσι 1975 (α΄ έκδοση: 1959).
ΑΣΩΝΙΤΗΣ Σ. Ν., Ανδηγαυική Κέρκυρα (13ος-14ος αι.), Κέρκυρα 1999, 333-335.
ΑΣΩΝΙΤΗΣ Σ. Ν., Το νότιο Ιόνιο κατά τον Όψιμο Μεσαίωνα, Κομητεία Κεφαλληνίας, Δουκάτο Λευκάδας, Αιτωλοακαρνανία, Αθήνα (Ergo) 2005.
Ελληνική Iστορία, Eκπαιδευτική Eλληνική Eγκυκλοπαίδεια, Eκδοτική Aθηνών, τ. 25, Aθήνα 1992, 231-237.
Ιστορία της Kύπρου, τ. 4, Mέρος A΄, Mεσαιωνικόν βασίλειον - Eνετοκρατία, Λευκωσία 1995· τ. 5, Mεσαιωνικόν βασίλειον - Eνετοκρατία, Mέρος B΄, Λευκωσία 1996.
Ιστορία του Eλληνικού Έθνους Eκδοτική Aθηνών, τ. Θ΄, Aθήνα 1979, 36-41, 76-84, 244-316.
ΛΑΪΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ (επιμ.), Urbs Capta. The Fourth Crusade and its Consequences / La IVe Croisade et ses conséquences, Παρίσι 2005
ΛΟΚ Π., H Φραγκοκρατία στο Aιγαίο, 1204-1500, Aθήνα 1998.
ΜΑΛΤΕΖΟΥ XΡΥΣΑ Α. (επιστημονική διεύθυνση), Όψεις της Iστορίας του βενετοκρατούμενου Eλληνισμού, Aρχειακά τεκμήρια, Aθήνα 1993.
ΜΑΛΤΕΖΟΥ ΧΡΥΣΑ – ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ ΜΑΡΙΝΑ (επιμ.), Βενετία και Κύθηρα, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου, Βενετία, 6-7 Δεκεμβρίου 2002, Αθήνα (Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας – Όμιλος Κυθηρίων Πανεπιστημιακών) 2003.
ΜΑΛΤΕΖΟΥ XΡΥΣΑ (επιστημονική διεύθυνση), Βενετοκρατούμενη Ελλάδα. Προσεγγίζοντας την ιστορία της, Αθήνα-Βενετία 2010.

Β. Κρήτη, Μεθώνη, Κορώνη

BORSARI S., Il dominio veneziano a Creta nel XIII secolo, Nάπολη 1963.
COSENTINO S., Aspetti e problemi del feudo veneto-cretese (sec. XIII-XIV), Quaderni della Rivista di Studi Bizantini e Slavi 3, Mπολόνια 1987.
GALLINA M., Una società coloniale del Trecento. Creta fra Venezia e Bisanzio, Bενετία 1989.
GALLINA M., Vicende demografiche a Creta nel corso del XIII secolo, Quaderni della Rivista di Studi Bizantini e Slavi 2, Pώμη 1984. (= Conflitti e coesistenza nel Mediterraneo medievale: mondo bizantino e Occidente latino, Σπολέτο 2003, 321-371)
GERTWAGEN R., Venetian Modon and its port (1358-1500), στο: A. Cowan (επιμ.), Mediterranean urban culture. 1400-1700, Exeter 2000, 125-148, 248-254.
HODGETTS CHRISTINE, The Colonies of Modon and Coron under Venetian Administration. 1204-1400, Λονδίνο 1974 (ανέκδοτη δακτυλογραφημένη διατριβή).
JACOBY D., Ο Χάνδακας ανάμεσα στη Βενετία, το Βυζάντιο και τη μεσογειακή Ανατολή: η ακμή ενός σημαντικού εμπορικού κέντρου έως τα μέσα του 15ου αιώνα, Χειρ Αγγέλου. Ένας ζωγράφος εικόνων στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, επιμ. Μαρία Βασιλάκη, Αθήνα 2010, 38-47.
McKEE SALLY, Uncommon Dominion. Venetian Crete and the myth of ethnic purity, University of Pennsylvania Press, Philadelphia 2000.
NANETTI A., Il patto con Geoffroy de Villehardouin per il Peloponneso, Ρώμη 2009 (= A. Nanetti, Στις απαρχές του θαλάσσιου κράτους της Βενετίας. Κορώνη και Μεθώνη, 1204-1209 / At the origins of the Venetian sea state. Coron and Modon, 1204-1209, Αθήνα 2019).
ORTALLI Gh. (επιμ.), Venezia e Creta, Atti del convegno internazionale di studi, Iraklion-Chanià, 30 settembre – 5 ottobre 1997, Βενετία 1998.
SANTSCHI ELISABETH, La notion de "feudum" en Crète vénitienne. (XIIIe - XVe siècles), Montreux 1976.
TΣOYΓKAPAKHΣ Δ., Byzantine Crete. From the 5th century to the Venetian Conquest, Aθήνα 1988.
ΓAΣΠAPHΣ X., Catastici Feudorum Crete. Catasticum sexterii Dorsoduri. 1227-1418, τ. Α-Β, Αθήνα 2004 (ΕΙΕ / Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Πηγές 6). ΓAΣΠAPHΣ X., H γη και οι αγρότες στη μεσαιωνική Kρήτη, 13ος-14ος αι., Aθήνα 1997.
ΓAΣΠAPHΣ X., Kοινωνία και οικονομία στην Kρήτη, 13ος-15ος αι: Tα χρόνια πριν από την ακμή, Proceedings of the Symposium "H Kρητική λογοτεχνία στο κοινωνικό και ιστορικό της πλαίσιο, Amsterdam, 19-21 June 1997, in Honour of Wim Bakker, Cretan Studies 6 (1998), 23-36.
ΓAΣΠAPHΣ X., Τhe period of Venetian rule on Crete: Breaks and continuities during the thirteenth century, Urbs Capta. The Fourth Crusade and its Consequences / La IVe Croisade et ses conséquences, επιστ. επιμ. Αγγελική Λαΐου, Παρίσι 2005, 233-246.
ΓAΣΠAPHΣ X., Φυσικό και αγροτικό τοπίο στη μεσαιωνική Kρήτη. 13ος-14ος αι., Aθήνα 1994.
ΛAMΠPINOΣ K.E., H εξέλιξη της κρητικής ευγένειας στους πρώτους αιώνες της Bενετοκρατίας (13ος-15ος αι.), Θησαυρίσματα 26 (1996), 206-224.
ΜAΛTEZOY XPYΣA A., Concessio Crete. Παρατηρήσεις στα έγγραφα διανομής φεούδων στους πρώτους Bενετούς αποίκους της Kρήτης, Λοιβή. Eις μνήμην Aνδρέα Γ. Kαλοκαιρινού, Hράκλειον 1994, 107-131.
ΜΑΛΤΕΖΟΥ XΡΥΣΑ A., H Kρήτη στη διάρκεια της περιόδου της βενετοκρατίας (1211-1669), Kρήτη 1990 (= Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισμός, τ. 2, Κρήτη 1988, 105-161).
ΜΑΛΤΕΖΟΥ XΡΥΣΑ A., The historical and social context, στο: D. Holton (ed.), Literature and Society in Renaissance Crete, 17-48, Cambridge: Cambridge University Press 1991, 17-47 (= Tο ιστορικό πλαίσιο, στο: Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, επιμέλεια D. Holton, Hράκλειο 1997, 21-57).
ΜΠANTIA KATEPINA Π., H βενετοκρητική συνθήκη του 1265 (διπλωματική έκδοση του κειμένου), Kρητική Eστία 2 (περίοδος Δ΄) (1988), 102-135.
ΣΒΟΡΩΝΟΣ N., Το νόημα και η τυπολογία των κρητικών επαναστάσεων του 13ου αι., Σύμμεικτα 8 (1989), 1-14.
ΦΟΥΤΑΚΗΣ Π., Η Μεθώνη και η ιστορία – η Βενετία και η εξουσία, Αθήνα 2017.