ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Η μεθοδολογία αναζήτησης, επεξεργασίας και αποτύπωσης των πληροφοριών για κάθε οντότητα (όπως αποτυπώνεται στη δομή της βάσης δεδομένων) ακολούθησε συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια, τα οποία ωστόσο επηρεάστηκαν και διαμορφώθηκαν και από την ιδιαιτερότητα των πηγών και του ιστορικού περιβάλλοντος του χώρου που εξετάζουμε.

Το γενικό πλαίσιο του έργου (Προσωπογραφία του ελληνο-βενετικού κόσμου) αφορά τις βενετικές αποικίες ή τους χώρους βενετικού ελέγχου και ενδιαφέροντος στο ευρύτερο Αιγαίο Πέλαγος αμέσως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Σταυροφόρους, το 1204, και μέχρι την πτώση της Κρήτης στους Τούρκους το 1669. Ως πρώτο μέρος του έργου ορίστηκε η μελέτη και καταγραφή όλων των προσώπων που έζησαν ή δραστηριοποιήθηκαν στις πρώτες βενετικές αποικίες, δηλαδή την Κρήτη, τη Μεθώνη, την Κορώνη και τα Κύθηρα, στη διάρκεια του 13ου αιώνα. Η επιλογή της καταγραφής όλων των προσώπων του συγκεκριμένου χώρου και χρόνου κρίθηκε αναγκαία, γιατί ο αιώνας αυτός αποτελεί τη μετάβαση σε μια νέα εποχή για τις περιοχές αυτές. Με τον τρόπο αυτό αναδεικνύονται τα χαρακτηριστικά μιας νέας κοινωνίας, η οποία περικλείει το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και τους νεοφερμένους κυρίως Βενετούς, αλλά και άλλους Ιταλούς και Λατίνους γενικότερα από τη δυτική Ευρώπη, καθώς και τους ντόπιους Εβραίους. Καθώς πολλά πρόσωπα που γεννήθηκαν ή και δραστηριοποιήθηκαν μέχρι και το τέλος του 13ου αιώνα συνέχισαν, όπως είναι φυσικό, τη ζωή τους και κατά τον επόμενο αιώνα, κρίθηκε αναγκαίο να συμπεριληφθούν και κάποια χρόνια του 14ου αιώνα, έτσι ώστε οι πληροφορίες που αφορούν τα πρόσωπα να είναι όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένες. Έτσι, ως συμβατικό χρονολογικό όριο τέθηκε το έτος 1320, με το σκεπτικό ότι πέραν του έτους αυτού τα πρόσωπα που δρουν ή συμμετέχουν ως ενήλικοι σε δικαιοπρακτικά κυρίως έγγραφα μπορεί να είχαν πλέον γεννηθεί κατά τα πρώτα έτη του 14ου αιώνα.

Το γεγονός ότι το περιεχόμενο των πεδίων κάθε οντότητας διατίθεται προς το παρόν μόνο στην ελληνική γλώσσα μας ώθησε να χρησιμοποιήσουμε για τις πληροφορίες που περιέχονται σε ορισμένα πεδία, σε επίπεδο κατά κανόνα τεχνικών όρων, τη μεσαιωνική λατινική γλώσσα των πηγών μας. Έτσι, ένα μέρος τουλάχιστον του περιεχομένου της Βάσης Δεδομένων γίνεται έμμεσα προσιτό και στον ενδιαφερόμενο που δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, αλλά ταυτόχρονα οποιοσδήποτε χρήστης έρχεται σε επαφή με τους λατινικούς όρους που χρησιμοποιούνταν την εποχή εκείνη. Για την ερμηνεία των όρων αυτών ο χρήστης μπορεί να προστρέξει στο γλωσσάριο όρων που υπάρχει στην ιστοσελίδα. [Βλ. τα πεδία, στα οποία χρησιμοποιείται τόσο μεσαιωνική λατινική ορολογία όσο και ελληνική ορολογία σχέσεων στο κεφάλαιο για τη δομή της βάσης δεδομένων.]

Α. Πρόσωπο

Καθώς η Βάση Δεδομένων αποτελεί ένα εργαλείο για τον σύγχρονο ερευνητή, η κωδικοποίηση των πληροφοριών που αφορούν τα πρόσωπα βασίζεται στις πρωτογενείς πηγές και στα ιστορικά δεδομένα της εποχής, αλλά αντανακλά ταυτόχρονα και την οπτική της τρέχουσας ιστορικής έρευνας. Οι χαρακτηρισμοί δηλαδή ή οι ομαδοποιήσεις προσώπων απορρέουν άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα από τις πληροφορίες των πηγών που επεξεργαζόμαστε.

Όλες οι πηγές, κατά κανόνα έγγραφα αλλά και αφηγήσεις, από τις οποίες αντλούμε τις πληροφορίες μας, έχουν συνταχθεί στη μεσαιωνική, γραφειοκρατική ή όχι, λατινική γλώσσα και ελάχιστα στη βενετική διάλεκτο, και αποτυπώνουν πρόσωπα που στην καθημερινότητά τους χρησιμοποιούσαν την ιταλική ή ελληνική γλώσσα, ή ακόμη ειδικότερα τη βενετική ή κρητική διάλεκτο. Η συγκεκριμένη αυτή συνθήκη δημιουργεί αυτόματα ορισμένα μεθοδολογικά προβλήματα σχετικά με την αποτύπωση των πληροφοριών με τις οποίες τροφοδοτείται η οντότητα Πρόσωπο.

Όλες οι πληροφορίες που αφορούν ένα πρόσωπο κατατάσσονται σε τέσσερις ομάδες: «ταυτότητα», «floruit», «σχόλια» και «σχέσεις».

1. Ταυτότητα

Η ταυτότητα ενός προσώπου αποτελεί ένα σύνθετο και επισφαλές ζήτημα για κοινωνίες πολύ μακριά από τη σύγχρονη πραγματικότητα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι πηγές δεν προσφέρουν σαφείς πληροφορίες. Ταυτόχρονα όμως, η ταυτότητα των προσώπων είναι απαραίτητη για την καλύτερη κατανόηση της κοινωνίας, του χώρου και της εποχής που μας ενδιαφέρει. Τα πεδία που τελικά συγκροτήθηκαν και αποτέλεσαν την ομάδα πληροφοριών «ταυτότητα», παρά τα σοβαρά πολλές φορές μεθοδολογικά προβλήματα, σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα θεσμοθετημένα ή μη κριτήρια διάκρισης που είχε θέσει τόσο η κυρίαρχη Βενετία όσο και η ίδια η κοινωνία, και τροφοδοτήθηκαν με περιεχόμενο το οποίο οι πηγές προσφέρουν άμεσα ή έμμεσα.

Ένα από τα αρχικά και βασικά προβλήματα αποτέλεσε η αποτύπωση του ονοματεπωνύμου των προσώπων, τα οποία ήταν ελληνικής, ιταλικής ή άλλης δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης, καθώς και εκείνων που ήταν ντόπιοι Εβραίοι ή σκλάβοι ποικίλης προέλευσης. Με στόχο την ανάδειξη των διαφορετικών ταυτοτήτων των προσώπων αυτών, επιλέχθηκε κατ’ αρχάς η γραφή του ονοματεπωνύμου με λατινικό αλφάβητο για τα δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης πρόσωπα, και με ελληνικό αλφάβητο τα ελληνικής προέλευσης πρόσωπα. Όσον αφορά τους Εβραίους, οι οποίοι ήταν ντόπιοι Ρωμανιώτες, επιλέχθηκε και γι’ αυτούς το ελληνικό αλφάβητο, καθώς μιλούσαν διάλεκτο στην οποία κυριαρχούσε η ελληνική γλώσσα διανθισμένη με στοιχεία της εβραϊκής. Για τα πρόσωπα που η καταγωγή παραμένει «άλλη», άγνωστη ή αμφίβολη επιλέξαμε την καταγραφή στη λατινική γραφή των πηγών. Ένα επιπλέον πρόβλημα απορρέει από τις πολλαπλές μορφές καταγραφής στις πηγές κάθε ονόματος ή επωνύμου, τόσο των ιταλικών όσο και των ελληνικών και των εβραϊκών. Ήταν ανάγκη επομένως να επιλεγεί μια μορφή κάθε ονόματος και επωνύμου, και αυτή ήταν η πιο δόκιμη εκδοχή του στην ιταλική ή ελληνική γλώσσα, ενώ σε ξεχωριστό πεδίο καταγράφεται για κάθε πρόσωπο και η λατινική του εκδοχή, όπως αυτή εμφανίζεται στην πηγή. Τις πολλαπλές μορφές κάθε βαπτιστικού ονόματος και επωνύμου μπορεί κανείς να τις πληροφορηθεί στις οντότητες Επώνυμο και Όνομα. Ανάλογη μέθοδος ακολουθήθηκε και για το τυχόν παρωνύμιο που φέρει ένα πρόσωπο. Πρέπει να επισημανθεί εδώ ότι στο πεδίο παρωνύμιο περιλαμβάνεται ακόμη σε ορισμένες περιπτώσεις οποιαδήποτε ιδιότητα (π.χ. επάγγελμα, αξίωμα, προέλευση κλπ.), η οποία χαρακτηρίζει το πρόσωπο και το διακρίνει από άλλα με το ίδιο ονοματεπώνυμο ή και πατρώνυμο, ή ακόμη με το ίδιο όνομα και χωρίς επώνυμο. Για τα πρόσωπα που δεν μπορεί να διακριθούν από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο της ταυτότητάς τους και ζουν τα ίδια έτη στον ίδιο χώρο τοποθετείται αύξων αριθμός για να διακρίνεται ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πρόσωπα και όχι για λανθασμένη διπλοεγγραφή. Επειδή αρκετά συχνά τα στοιχεία που μας προσφέρουν οι πηγές δεν επαρκούν για τη βέβαιη ταύτιση προσώπων, τότε στο πεδίο «σχόλια» εκφράζεται η πιθανότητα κάποιο πρόσωπο να ταυτίζεται με άλλο που φέρει το ίδιο ονοματεπώνυμο.

Εκτός του «ονόματος», του «επωνύμου» και του «πατρικού επωνύμου», στην περίπτωση των παντρεμένων γυναικών, και των «λατινικών παραλλαγών» τους, καθώς και του τυχόν «παρωνύμιου», επεξεργασμένες ή μη πληροφορίες που συμπληρώνουν την ταυτότητα κάθε προσώπου παρέχονται σε δέκα διαφορετικά πεδία. Η γεωγραφική θέση στην ομάδα αυτή των πληροφοριών αφορά μόνο τη βενετική «αποικία», στην οποία ζει ή δραστηριοποιείται το πρόσωπο (που μπορεί να είναι πάνω από μία), ενώ όλες οι άλλες πληροφορίες σχετικά με τόπους βρίσκονται στην ομάδα πληροφοριών «σχέσεις». Στην ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στο ανδρικό και γυναικείο «φύλο» έχει προστεθεί και το «άγνωστο», όταν πρόκειται για αναφορά σε ανώνυμο πρόσωπο που στην πηγή δεν διαφαίνεται το φύλο του. Στο ίδιο πεδίο, τέλος, υπάρχει και η συμβατική επιλογή «οικογένεια», όταν σε ένα συγκεκριμένο γεγονός, και με βάση πάντα την πηγή, μια οικογένεια δρα ως ένα πρόσωπο. Το «γένος» και η γεωγραφική «προέλευση», εντός ή εκτός των βενετικών αποικιών, καταγράφεται, εφόσον αυτό δηλώνεται άμεσα ή προκύπτει έμμεσα και με σαφήνεια, στη λατινική του μορφή, όπως αυτό εμφανίζεται στην πηγή. Στο «προσωπικό καθεστώς», όπως αυτό ίσχυε κατά τη μεσαιωνική περίοδο που μας ενδιαφέρει, περιλαμβάνονται τέσσερις κατηγορίες προσώπων: ελεύθερος, εξαρτημένος, απελεύθερος και άγνωστο. Εφόσον το καθεστώς του εξαρτημένου (βιλάνου ή σκλάβου), καθώς και εκείνο του μεταβατικού απελεύθερου (francus), κατά κανόνα δηλωνόταν, τα υπόλοιπα πρόσωπα, ιδιαίτερα τα μη λατινικής καταγωγής, ήταν ελεύθερα. Στις περιπτώσεις προσώπων για τα οποία υπάρχουν αμφιβολίες για διάφορους λόγους, τότε επιλέγεται το «άγνωστο» προσωπικό καθεστώς. Κάθε πρόσωπο μπορεί να εντάσσεται σε περισσότερες της μιας κατηγορίες, καθώς το προσωπικό του καθεστώς μπορεί να άλλαζε σε διαφορετικές εποχές της ζωής του. Στα σαφή πεδία «τίτλος», «αξίωμα» και επαγγελματική «απασχόληση» καταγράφονται οι άμεσες πληροφορίες που παρέχονται από την πηγή και στη λατινική τους μορφή.

Τα υπόλοιπα δύο πεδία περιέχουν πληροφορίες, οι οποίες μεθοδολογικά παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες στην αποτύπωσή τους. Στην επισφαλή και καμιά φορά νεφελώδη «καταγωγή» περιλαμβάνονται έξι κατηγορίες: ελληνική, λατινική, ελληνολατινική, εβραϊκή, «άλλη» και «άγνωστη». Ο όρος «καταγωγή» επιλέχθηκε ως αυτός που αποδίδει καλύτερα το πιο ισχυρό χαρακτηριστικό ταυτότητας των προσώπων εκείνης της εποχής στον συγκεκριμένο χώρο. Τα δύο κύρια χαρακτηριστικά που συγκροτούσαν αρχικά την ταυτότητα ήταν η γλώσσα και η θρησκεία ή το δόγμα: ένας «Έλληνας» δηλαδή μιλούσε ελληνικά και ήταν ορθόδοξος, και ένας «Λατίνος» μιλούσε ιταλικά ή μια άλλη δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα της εποχής και ήταν καθολικός. Με την πάροδο ωστόσο των χρόνων ένας ντόπιος «Λατίνος» μπορεί να μιλούσε ελληνικά και να παρέμενε καθολικός, όπως και αντίστροφα ένας «Έλληνας» συνέχιζε να μιλά ελληνικά, αλλά μπορεί να είχε μεταστραφεί στο καθολικό δόγμα. Ωστόσο, η συμπεριφορά αυτή δεν αναιρούσε εύκολα το αρχικό χαρακτηριστικό της «καταγωγής». Σε κάθε περίπτωση, κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα οι δύο ταυτότητες, του «Έλληνα» και του «Λατίνου», διατήρησαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα αυτόνομα χαρακτηριστικά τους και για το λόγο αυτό είναι ευκολότερο να τους ταυτίσουμε. Ο μοναδικός σαφής προσδιορισμός καταγωγής αφορά τους Εβραίους, αφού αυτό σημειώνεται πάντοτε στην πηγή. Η διάκριση ανάμεσα στον Έλληνα και τον Λατίνο βασίζεται τόσο στο ονοματεπώνυμο όσο και στο προσωπικό καθεστώς. Κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα της βενετικής κυριαρχίας το ονοματεπώνυμο παραμένει ακόμη ισχυρός δείκτης ταυτότητας, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων. Επιπλέον, για παράδειγμα, κανένας βιλάνος ή σκλάβος δεν μπορούσε να είναι λατινικής καταγωγής, αφού οι Λατίνοι ήταν από θέση πρόσωπα ελεύθερα. Ακόμη, εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων, όλοι οι φεουδάρχες την εποχή εκείνη ήταν λατινικής καταγωγής. Στην κατηγορία «άλλη» κατατάσσονται όλα τα πρόσωπα, για τα οποία υπάρχει σαφής μαρτυρία ότι η καταγωγή τους ήταν διαφορετική από εκείνη των άλλων τριών και ταυτίζεται με αυτή του «γένους». Σε περιπτώσεις, τέλος, ισχυρών αμφιβολιών επιλέγεται η «άγνωστη» καταγωγή.

Αν και κατά κανόνα η Προσωπογραφία παρέχει τις άμεσες πληροφορίες των πηγών, ωστόσο κρίθηκε απαραίτητο ο ομαδοποίηση των προσώπων με κοινωνικά κριτήρια, όπου αυτά είναι σαφή, έτσι ώστε να παρέχονται ευρύτερες δυνατότητες αναζήτησης από τον χρήστη. Την ομαδοποίηση αυτή υπηρετεί το πεδίο «κοινωνικό καθεστώς», όπου συμπεριλαμβάνονται θεσμικές ή «κατασκευασμένες», μικρές ή μεγάλες, ειδικές ή γενικότερες (σε επίπεδο γεωγραφικού εύρους), κοινωνικές ομάδες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν άμεσα από την ίδια τη Βενετία ή έμμεσα από την ίδια την κοινωνία της εποχής με ποικίλα κριτήρια, όπως η απασχόληση ή ο πλούτος. Πρόκειται δηλαδή για ομάδες που ξεχώριζαν μέσα στις τοπικές μεσαιωνικές κοινωνίες και τις αναγνωρίζουμε και εμείς σήμερα (και για λόγους μεθοδολογικούς) στη σύγχρονη βιβλιογραφία. Πρόκειται για τους φεουδάρχες και τις υποκατηγορίες τους, τους εξαρτημένους βιλάνους και τις υποκατηγορίες τους, τους σκλάβους, την κρατική και εκκλησιαστική υπαλληλία σε όλο της το εύρος, τους ιερωμένους και τους μοναχούς, τους επαγγελματίες, καθώς τέλος και τους «επιχειρηματίες», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τόσο οι κάθε είδους, μικροί ή μεγάλοι, έμποροι, οι πλοιοκτήτες, οι επενδυτές και γενικά όλοι όσοι ασκούν συστηματικά εμπορική ή χρηματοπιστωτική δραστηριότητα. Κάθε πρόσωπο μπορεί να εντάσσεται σε περισσότερες της μιας κατηγορίες, καθώς αυτό συνέβαινε είτε ταυτόχρονα είτε σε διαφορετικές εποχές της ζωής του.

2. Floruit

Η ομάδα πληροφοριών που αφορά τα μαρτυρούμενα έτη ζωής και θανάτου ενός προσώπου περιλαμβάνει τρία πεδία: το πρώτο και το τελευταίο έτος κατά το οποίο το πρόσωπο αυτό μαρτυρείται εν ζωή και το πρωιμότερο έτος κατά το οποίο μαρτυρείται ως μακαρίτης.

3. Σχόλια

Τα σχόλια περιορίζονται σε ορισμένες μόνο απαραίτητες πληροφορίες για κάποιο πρόσωπο, οι οποίες βοηθούν στην καλύτερη ταυτοποίησή του και οι οποίες δεν μπορούν εύκολα να ενταχθούν σε κάποια από τα υπάρχοντα πεδία.

4. Σχέσεις

Η πιο σύνθετη και εξίσου ενδιαφέρουσα και σημαντική ομάδα πληροφοριών είναι οι «σχέσεις» που αναπτύσσει ένα πρόσωπο στη διάρκεια της ζωής του, και οι οποίες εντέλει συγκροτούν το «βιογραφικό» του. Αυτές κατατάσσονται κατ’ αρχάς σε έξι γενικές κατηγορίες: 1. «ρόλος», η σχέση δηλαδή του προσώπου με ένα γεγονός και ο «ρόλος» του σε αυτό, 2. «προσωπική εξάρτηση» από άλλο πρόσωπο ή θεσμό, 3. «συγγένεια», 4. «άλλες σχέσεις» με συγγενικά ή άλλα πρόσωπα, 5. «σχέση με θεσμό», και 6. «σχέση με τόπο». Καθεμιά από τις έξι αυτές κατηγορίες σχέσεων περικλείει τις πολλές και διαφορετικές ειδικές σχέσεις που μπορεί να αναπτύξει ένα πρόσωπο. Αν και ανάλογα με την οπτική γωνία εξέτασης των πληροφοριών μια σχέση μπορεί να χαρακτηριστεί με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ωστόσο έγινε προσπάθεια να αναδειχθεί κάθε φορά η βασικότερη σχέση στην πηγή σε συνδυασμό και με τους γενικότερους στόχους της προσωπογραφικής Βάσης Δεδομένων. Οι ειδικές αυτές σχέσεις από τις παραπάνω κατηγορίες, οι οποίες κωδικοποιούνται συχνά σε πολύ συμπυκνωμένους όρους, καταγράφονται στο γλωσσάριο σχέσεων με διευκρινιστικά σχόλια, όπου αυτά είναι απολύτως απαραίτητα.

Για κάθε ειδική σχέση όλων των γενικών κατηγοριών σχέσεων ενός προσώπου δημιουργείται ένα ξεχωριστό δελτίο με πεδία που αναπτύσσουν περαιτέρω και διευκρινίζουν κάθε σχέση με τις απολύτως απαραίτητες και σύντομες πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν πιο ειδικά το είδος της σχέσης, την ημερομηνία της πηγής που προσφέρει την πληροφορία αυτή, την πηγή και πολύ σύντομες βασικές πληροφορίες σχετικά με κάποιες πτυχές της συγκεκριμένης σχέσης.

Β. Θεσμός

Ο όρος «θεσμός» χρησιμοποιείται εδώ συμβατικά και με διευρυμένη έννοια, καθώς συμπεριλαμβάνει από πραγματικούς κρατικούς και εκκλησιαστικούς θεσμούς έως μεγάλα και μικρά, εκκλησιαστικά κυρίως, ιδρύματα (μοναστήρια, εκκλησίες), τα οποία έχουν οντότητα, καθώς διαθέτουν ιεραρχημένο ανθρώπινο δυναμικό και περιουσιακά στοιχεία. Οι θεσμοί συμπεριλαμβάνονται στις οντότητες της Βάσης Δεδομένων, επειδή πολύ συχνά δρουν ως πρόσωπα (μέσω εκπροσώπου τους) και αναπτύσσουν ανάλογες σχέσεις με πρόσωπα και τόπους. Αντιμετωπίζονται επομένως στο επίπεδο των σχέσεών τους όπως ακριβώς και τα πρόσωπα. Αντίθετα, οι πληροφορίες που παρέχονται για αυτούς μέσω των πεδίων είναι εκ των πραγμάτων διαφορετικές από εκείνες των προσώπων. Η ονομασία κάθε θεσμού παρέχεται στα σύγχρονα ελληνικά και βέβαια οι λατινικές ή/και ιταλικές παραλλαγές του, όπως αναφέρονται στις πηγές μας. Προσδιορίζεται η αποικία, στην οποία μαρτυρείται, καθώς και η θέση του στον χάρτη, εφόσον αυτό είναι δυνατό. Τα μόνα χαρακτηριστικά ταυτότητας που αποδίδονται σε κάθε θεσμό είναι η «κατηγορία», ο «τύπος» και το «δόγμα». Συγκεκριμένα, στην «κατηγορία» οι θεσμοί διακρίνονται σε διοικητικούς και εκκλησιαστικούς, ενώ στον «τύπο» σε εννέα διαφορετικούς χαρακτηρισμούς (δημόσιο, διοικητική υπηρεσία, πατριαρχείο, αρχιεπισκοπή, επισκοπή, εκκλησία, μονή, τάγμα, νοσοκομείο). Τέλος, για τους εκκλησιαστικούς θεσμούς καθορίζεται το «δόγμα» τους: ορθόδοξο δηλαδή ή καθολικό. Στα σχόλια παρέχονται μόνο οι πλέον απαραίτητες πληροφορίες που βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση του θεσμού. Οι σχέσεις που καθορίζονται για τους θεσμούς είναι, συγκριτικά με τα πρόσωπα, μόνο δύο: ο ρόλος τους σε ένα γεγονός και η σχέση τους με τους τόπους. Οι ποικίλες σχέσεις τους με πρόσωπα προκύπτουν αντίστροφα, καθώς αυτές ορίζονται στην οντότητα πρόσωπο.

Γ. Πηγή

Η πηγή αποτελεί μια από τις κύριες οντότητες της Βάσης Δεδομένων, καθώς εκεί βασίζονται όλες οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται για κάθε πρόσωπο. Στόχος της οντότητας αυτής είναι να παρέχει τη δυνατότητα στον χρήστη να έχει άμεσα (με το πρωτότυπο κείμενο) ή έμμεσα (με την περίληψη και την αρχειονομική ή βιβλιογραφική αναφορά) πρόσβαση στην πηγή για τεκμηρίωση ή και περισσότερες και αναλυτικότερες πληροφορίες για το πρόσωπο, οι οποίες δεν παρέχονται απαραίτητα στα πεδία της οντότητας του προσώπου. Οι πληροφορίες για την πηγή είναι δομημένες από ιστορική και όχι αρχειονομική σκοπιά και ομαδοποιούνται σε πέντε κατηγορίες: «ταυτότητα», «περιεχόμενο», «αναφορά», «αναφερόμενο έγγραφο» και «σχέσεις» με πρόσωπα, τόπους και θεσμούς.

Στην «ταυτότητα» περικλείονται έντεκα πεδία. Αυτά περιέχουν, εκτός από την κωδική ονομασία που έχουμε δώσει στην πηγή, το έτος, το μήνα, την ημέρα και τον τόπο έκδοσης της πηγής, ή το έτος του αντιγράφου ή της καταχώρισης, όταν υπάρχει. Ακόμη, προσδιορίζεται η γλώσσα του κειμένου της πηγής (λατινικά, βενετική διάλεκτος, ελληνικά), το είδος και η κατηγορία της. Οι πηγές κατατάσσονται σε τέσσερα είδη: δημόσιο έγγραφο, δημόσιο κατάστιχο, συμβολαιογραφικό έγγραφο και εκκλησιαστικό έγγραφο, ενώ προβλέπεται σε επόμενη φάση του έργου να συμπεριληφθούν άλλα δύο είδη: αφηγηματική πηγή και αρχαιολογική μαρτυρία. Η κατηγορία της πηγής (βλ. τις κατηγορίες πηγών στο γλωσσάριο όρων) εξειδικεύει την κατάταξή της με βάση περισσότερο την τυπολογία της παρά την ειδική θεματική της. Έτσι, για παράδειγμα, μια πηγή χαρακτηρίζεται γενικά ως πώληση ή παραχώρηση, χωρίς να εξειδικεύεται ακόμη περισσότερο σε πώληση ζώου ή σιταριού, ή παραχώρηση γης ή κατοικίας. Μια πηγή μπορεί να ανήκει σε πάνω από μία κατηγορίες, ξεκινώντας από την κύρια και συνεχίζοντας, όπου είναι απαραίτητο και υπάρχει, και σε άλλη δευτερεύουσα. Περαιτέρω επεξεργασία της οντότητας αυτής θα μας δώσει στο μέλλον ένα επιπλέον πεδίο που θα περιλαμβάνει και την ειδική θεματική κάθε κατηγορίας πηγής (π.χ. από την κατηγορία «δάνειο» θα προχωρήσουμε στο θέμα «έντοκο δάνειο» ή «άτοκο δάνειο», ή από την κατηγορία «αγοραπωλησία» στο θέμα «αγοραπωλησία γης», «αγοραπωλησία κατοικίας», «αγοραπωλησία ζώου» κλπ.).

Στις πληροφορίες για την «αναφορά» περιλαμβάνεται η πλήρης αρχειακή, είτε είναι εκδεδομένη είτε παραμένει ανέκδοτη, και βιβλιογραφική αναφορά, εφόσον το κείμενο ή περίληψή της έχει δημοσιευτεί. Σε κάθε πηγή παρέχεται μια σύντομη περίληψη του περιεχομένου της, ενώ σε μεγάλο μέρος των πηγών, όπου αυτό μας επιτρέπεται, παρέχεται και το ίδιο το κείμενο της. Στόχος μας είναι η συμπερίληψη σταδιακά των κειμένων όλων των πηγών. Και τα δύο αυτά πεδία περιέχουν «κείμενο» και όχι «εικόνα», και επομένως είναι πλήρως αναζητήσιμα.

Η πηγή συνδέεται ακόμη με τους «τόπους» που αναφέρονται σε αυτήν, τεκμηριώνοντας έτσι τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην οντότητα του τόπου. Καταγράφονται, τέλος, και όλα τα στοιχεία για τυχόν αναφορές άλλων παλαιότερων εγγράφων, τα περισσότερα από τα οποία έχουν χαθεί.

Τα πρόσωπα που σχετίζονται με το γεγονός στο οποίο αναφέρεται η πηγή αναδεικνύονται στην οντότητα «πηγή» αντίστροφα, καθώς κάθε πρόσωπο συνδέεται με την πηγή μέσω του «ρόλου» του στο γεγονός.

Δ. Τόπος

Η σύνδεση κάθε προσώπου με τους τόπους, στους οποίους έζησε μόνιμα ή προσωρινά και έδρασε για μακρύ ή σύντομο χρονικό διάστημα, κατέστησε απαραίτητη και την ανάπτυξη της οντότητας «τόπος». Στους «τόπους» περιλαμβάνονται μόνο αυτοί που περικλείονται εντός κάθε βενετικής αποικίας, με εξαίρεση την ίδια την αποικία ολόκληρη. Ως «τόποι» νοούνται θέσεις κάθε τύπου και μεγέθους, ξεκινώντας από ένα κτήριο και φτάνοντας μέχρι μια μεγάλη διοικητική περιφέρεια. Μια εκκλησία, για παράδειγμα, νοείται τόσο ως τόπος, όταν χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μια θέση ή χρησιμεύει ως σημείο οριοθέτησης γης, όσο και ως θεσμός εφόσον διαθέτει τέτοια χαρακτηριστικά (π.χ. διαθέτει περιουσιακά στοιχεία, ιερουργείται από έναν ιερέα, δρα ως πρόσωπο κλπ.). Στη φάση αυτή του έργου, και καθώς η Βάση Δεδομένων μας δεν είναι αμιγώς τοπογραφική, η οντότητα περιέχει βασικές μόνο πληροφορίες που σχετίζονται κυρίως με την ιστορική ταυτότητα κάθε τόπου, ευελπιστώντας ότι στο μέλλον η οντότητα αυτή μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο και να εμπλουτιστεί με επιπλέον πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές ομαδοποιούνται σε δύο κεφάλαια: «ταυτότητα» και «ιστορική ταυτότητα».

Στο ομάδα πληροφοριών «ταυτότητα» περιοριζόμαστε στο όνομα του τόπου στα ελληνικά, όπως καταγράφεται σήμερα εφόσον υπάρχει ή όπως μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά εφόσον δεν υπάρχει σύγχρονη ταύτιση, και όχι σε περαιτέρω στοιχεία της σύγχρονης ταυτότητάς του. Σε διαφορετικό πεδίο παρέχονται όλες οι παραλλαγές του ονόματος στα λατινικά ή ιταλικά των πηγών. Εφόσον ο τόπος έχει ταυτιστεί με σύγχρονη θέση, αυτός τοποθετείται στον χάρτη.

Στη δεύτερη ομάδα πληροφοριών, εκείνη της «ιστορικής ταυτότητας», περιλαμβάνονται περισσότερα πεδία με πληροφορίες, οι οποίες αντλούνται από τις πηγές της εποχής. Το πρώτο από τα πεδία αυτά αφορά το είδος του τόπου με βάση έναν κατάλογο όρων που χρησιμοποιούνται ή εννοούνται στις πηγές μας και οι οποίοι προσφέρονται στην πρωτότυπη λατινική τους μορφή (βλ. γλωσσάριο όρων). Τα επόμενα πεδία σχετίζονται με τη διοικητική οργάνωση του χώρου κατά τον 13ο και 14ο αιώνα και την ένταξη κάθε τόπου σε μια ευρύτερη διοικητική/γεωγραφική περιφέρεια, εφόσον το γνωρίζουμε. Έτσι, μια εκκλησία, για παράδειγμα, εντάσσεται σε μια πόλη ή ένα χωριό ή μια «περιοχή», τα οποία με τη σειρά τους είναι ενταγμένα σε ένα «διαμέρισμα» ή μια «τούρμα» και ούτω καθεξής. Ένα ξεχωριστό, τέλος, πεδίο «σχολίων» περιέχει σύντομες διευκρινιστικές πληροφορίες, όπου κρίνεται απολύτως απαραίτητο.

Ε.-Στ. Οικογενειακό και Βαπτιστικό Όνομα

Η έλλειψη μεγάλων Βάσεων Δεδομένων με επώνυμα και ονόματα στην ιστορική τους διάσταση, στις οποίες θα μπορούσαμε να συνδεθούμε, καθώς και η ιδιαιτερότητα της εποχής και της γλώσσας των πηγών, μας ανάγκασε να δημιουργήσουμε μια οντότητα για τα οικογενειακά ονόματα (επώνυμα) και μια άλλη για τα ονόματα, ελληνικά, ιταλικά ή άλλα, τα οποία συναντούμε κατά τον 13ο αιώνα στις βενετικές αποικίες που μας ενδιαφέρουν. Σε καθεμιά οντότητα παρέχουμε τις απολύτως απαραίτητες πληροφορίες σε δύο μόνο πεδία για το επώνυμο και τρία για το όνομα. Στο πεδίο «οικογενειακό όνομα» ή «βαπτιστικό όνομα» συγκεντρώνονται όλες οι τυχόν παραλλαγές του, ξεκινώντας από το πιο δόκιμο και συνηθισμένο στα ελληνικά και ιταλικά, και συνεχίζοντας με όλες τις παραλλαγές που συναντούμε στα λατινικά ή ιταλικά των πηγών, έτσι ώστε ο χρήστης να μπορεί να αναζητήσει ένα επώνυμο ή ένα όνομα σε οποιαδήποτε μορφή το γνωρίζει ή το συναντά. Ειδικά τα εβραϊκά επώνυμα και ονόματα, επειδή οι ντόπιοι Εβραίοι, μιλούσαν κατά κανόνα ελληνικά, η πρώτη παραλλαγή είναι πάντα στα ελληνικά. Στο πεδίο «τύπος» καταχωρίζεται ο χαρακτηρισμός του επωνύμου ή του ονόματος με βάση την εθνοτική ομάδα που το χρησιμοποιεί: ελληνικό, λατινικό, εβραϊκό και άγνωστο, εφόσον δεν διακρίνεται η «καταγωγή» του προσώπου. Τέλος, στην οντότητα «όνομα», στο πεδίο «φύλο» σημειώνεται αν πρόκειται για ανδρικό ή γυναικείο όνομα. Στην απόδοση των ελληνικών και εβραϊκών επωνύμων και ονομάτων από τα λατινικά στα ελληνικά, εκτός από τις περιπτώσεις γνωστών και σήμερα επωνύμων και ονομάτων, βασιστήκαμε, υπό προϋποθέσεις, και στην απόδοσή τους σε ελληνικά συμβόλαια του 15ου και 16ου αιώνα από την Κρήτη.